6 Φεβρουαρίου 2024

Τα αθηναϊκά μουσεία δεν άλλαξαν τις γειτονιές τους

Οι προσδοκίες για αστικές μεταμορφώσεις που θα πυροδοτούσε η κατασκευή πολιτιστικών υποδομών δεν επαληθεύθηκαν ποτέ. Το αθηναϊκό «Μπιλμπάο» ακόμη περιμένει


Μουσείο της Ακρόπολης, Κτίριο Πειραιώς Μουσείου Μπενάκη, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Μουσείο Γουλανδρή, ΝΕΟΝ στο πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο, Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Από το 2004 μέχρι σήμερα, η Αθήνα πολλαπλασίασε τις πολιτιστικές της υποδομές και αν αναζητήσουμε ένα κοινό σημείο σε διαφορετικής κλίμακας, φιλοδοξίας και περιεχομένου νέους προορισμούς θα παρατηρήσουμε την τάση υπέρβασης των παλιών ορίων, την έλξη για χώρους και περιοχές που δεν είχαμε συνδέσει προηγουμένως με την πολιτιστική χρήση και την ανάδυση μιας άρρητης υπόσχεσης για αστικές μεταμορφώσεις στον απόηχο επενδύσεων πολλών εκατ. ευρώ. Η οδός Πειραιώς θα εξελισσόταν σε άξονα πολιτισμού, στη λεωφόρο Συγγρού θα βλέπαμε την ενσάρκωση μιας αθηναϊκής εκδοχής του νεοϋορκέζικου Museum Mile και πέριξ του παλιού Ιππόδρομου η ελληνική κτηματαγορά θα έπαιζε τα ρέστα της!

Τελικά, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Η σύγκρουση με την πραγματικότητα αποδείχθηκε ισχυρότερη των προσδοκιών. Οσοι περίμεναν στις γειτονιές της Αθήνας μικρά «Μπιλμπάο» (εκ του «Bilbao effect», που παραπέμπει στο παράδειγμα της μεταμόρφωσης της βασκικής πόλης μετά τη λειτουργία του μουσείου Γκουγκενχάιμ) μάλλον απογοητεύτηκαν. Με εξαίρεση τις διαφορετικές περιπτώσεις του Μουσείου της Ακρόπολης και της Στέγης, καμία άλλη πολιτιστική υποδομή δεν φαίνεται να επηρέασε σημαντικά τον οικιστικό της περίγυρο. Το Μουσείο της Ακρόπολης ήταν η ατμομηχανή για την τουριστική εκτόξευση των περιοχών του Μακρυγιάννη και του Κουκακίου· ήταν σαν να γεννήθηκε μια δεύτερη «Πλάκα». Εξάλλου, δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι από δω ξεκίνησε η εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και η γιγάντωση του φαινομένου. Από την άλλη πλευρά, το Ιδρυμα Ωνάση με τη Στέγη επένδυσε συνειδητά στην ανέλκυση του Νέου Κόσμου από την κοινωνική και πολιτιστική αφάνεια των περασμένων δεκαετιών. Το έκανε μέσα από άμεσες χειρονομίες καλής θέλησης όπως το ειδικό εισιτήριο για τους κατοίκους της ευρύτερης γειτονιάς (7 ευρώ για όλες τις παραγωγές για τους κατοίκους Νέου Κόσμου, Κουκακίου, Νέας Σμύρνης, Παλαιού Φαλήρου, Καλλιθέας) και χρηματοδοτώντας έργα αναβάθμισης της ποιότητας ζωής. Επιπλέον, το νεανικό/δημιουργικό ακροατήριο της Στέγης στήριξε ενδιαφέροντα concept γαστρονομίας και αναψυχής στην περιοχή, ενώ σημαντική άνοδο παρουσίασε και η ζήτηση για στέγη (και μαζί και τα ενοίκια). 

Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Στον αντίποδα, η σταθερά υψηλή δημοφιλία του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και η καθιέρωσή του ως βασικού προορισμού πολιτιστικής παραγωγής και αναψυχής για όλους τους κατοίκους του λεκανοπεδίου δεν συνοδεύτηκε από εντυπωσιακές αλλαγές στον χαρακτήρα της ευρύτερης περιοχής, ούτε προσέδωσε κάποια εμφανή αρχιτεκτονική «υπεραξία» στον οικιστικό περίγυρο. Ευτυχώς, θα μπορούσαν να ισχυριστούν πολλοί. Ο νότιος θύλακος της Καλλιθέας, με έντονα τα ίχνη του προσφυγικού συνοικισμού που περιβάλλει τμηματικά το νέο αθηναϊκό τοπόσημο, είναι μια παρακαταθήκη που θα πρέπει να τύχει φροντίδας και να μη γίνει βορά στους τυφλούς νόμους του real estate. 

Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στην Οξφόρδη Στάθης Ν. Καλύβας έχει αρθρογραφήσει εκτεταμένα στην «Καθημερινή» για τις ενδιαφέρουσες ταλαντώσεις του αθηναϊκού εκκρεμούς, ενώ πρόσφατα ανέλαβε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. «Μακροπρόθεσμα, οι πολιτιστικές υποδομές συμβάλλουν στη βελτίωση του αστικού τους περίγυρου, αλλά ταυτόχρονα και στην τουριστικοποίηση και στον “εξευγενισμό” τους», επισημαίνει. «Παράλληλα, όμως, οι ένοικοι των κτιρίων που περιτριγυρίζουν τις νέες πολιτιστικές υποδομές δεν κινητοποιούνται πάντοτε ώστε να βελτιώσουν το αστικό τους αποτύπωμα και να εναρμονιστούν με το νέο πνεύμα της περιοχής. Για παράδειγμα, δεν καθαρίζουν τις ταράτσες ή τις προσόψεις τους. Το φαινόμενο είναι φυσιολογικό, η συμπεριφορά των ανθρώπων αλλάζει αργά. Ταυτόχρονα, οι πολιτιστικές υποδομές συχνά λειτουργούν ως κάστρα, αγνοώντας τον αστικό τους περίγυρο. Αν αναλάμβαναν νέες πρωτοβουλίες, αν πρόσφεραν μικρά αλλά ουσιαστικά κίνητρα για τη διόρθωση κάποιων αισθητικών παραφωνιών, θα κατόρθωναν να δημιουργήσουν μια στενότερη σχέση με τη γειτονιά τους και να ενισχύσουν το αποτύπωμά τους. Ορισμένες φορές οι λύσεις είναι ευκολότερες από ό,τι φανταζόμαστε», συμπληρώνει ο Στάθης Ν. Καλύβας.

Πάντως, οι περισσότερες νέες υποδομές (με προφανή εξαίρεση το Μουσείο της Ακρόπολης) απέτυχαν (ή φαίνεται να απέτυχαν) να γίνουν (τουριστικοί) προορισμοί για τους ξένους επισκέπτες, κάθε περιοχή για τον δικό της λόγο. Χωρίς τουρίστες δύσκολα «ανεβαίνει» μια περιοχή, γιατί αυτονόητα δεν υπάρχει αυξημένη ανάγκη για συμπληρωματικές υποδομές: καφέ, εστιατόρια, καταστήματα κ.λπ.

«Ο χρόνος αλλαγών είναι αργός», συμφωνεί με τον Στάθη Καλύβα ο αρχιτέκτονας και καθηγητής ΕΜΠ Ανδρέας Κούρκουλας. «Δείτε τις αλλαγές στην περιοχή του Μουσείου Μπενάκη, στην Πειραιώς, όπου κάνουν δειλά την εμφάνισή τους ύστερα από 20 χρόνια λειτουργίας». (...)

Πηγή: kathimerini.gr (
απόσπασμα δημοσιεύματος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου