11 Μαρτίου 2018

Θάνος Μικρούτσικος: Πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία

"Το χαρακτηριστικό μου, για το οποίο χαίρομαι πάρα πολύ είναι ότι τα έργα μου αντανακλούν τη δραματική συγκυρία της εποχής", τονίζει ο Θάνος Μικρούτσικος σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή τις τρεις συναυλίες που θα δώσει στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση του ΚΚΕ, στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου, στην Πάτρα στις 23 Μαρτίου και στη Θεσσαλονίκη την 1η Απριλίου. 

Με λογισμό και μ' όνειρο, στη συνέντευξή του ο κ. Μικρούτσικος μιλά για όλα εκείνα που διαμόρφωσαν τη μουσική του δημιουργία, εντός της γενικής πορείας της ελληνικής μουσικής, της οποίας σκιαγραφεί τα τελευταία 80 χρόνια με αναφορές σε εποχές, δημιουργούς-σταθμούς και έργα που διεύρυναν τα όριά της.
Ο Θάνος Μικρούτσικος ιχνηλατεί και εντοπίζει σε πλευρές της κοινωνικής εμπειρίας τις κινητήριες δυνάμεις αλλά και τις αιτίες για σειρά ζητημάτων που αφορούν από τη γέννηση μιας μουσικής φόρμας έως την κατάρρευση της δισκογραφίας.

Και πάντα εξακολουθεί να δημιουργεί, γράφοντας, διευθύνοντας και μιλώντας γι' αυτά που «τον καίνε», αφομοιώνοντας δημιουργικά με σεβασμό αυτό που του παραδόθηκε, έτσι ώστε στο έδαφος του σύγχρονου έργου να έχουν αποτεθεί οι σπόροι του μέλλοντος. 



Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη του Θάνου Μικρούτσικου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Γιώργο Μηλιώνη:

Γράφετε γι' αυτά που σας «καίνε». Πάντα πολιτικό τραγούδι με την έννοια της διαμόρφωσης μιας στάσης ζωής. Ποιά είναι η φωτιά που σας καίει από το 1975 -με την πρώτη εμφάνιση- ως σήμερα; 


"Αυτό που πολύ σωστά είπατε, έχω πει εγώ και το επαναλάβατε, ότι «γράφω γι' αυτό που με καίει» είναι η παραίνεση του δασκάλου μου, Γιάννη Ρίτσου, τον οποίο συναντούσα πολύ συχνά μεταξύ '72-'73 και '76, δηλαδή στα τελευταία δύο χρόνια της δικτατορίας και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχα μια επαφή εβδομαδιαία μαζί του, γι' αυτό τον θεωρώ δάσκαλό μου γιατί εκτός όλων των άλλων, μου είπε ότι «πρέπει να γράφεις γι' αυτό που σε καίει». Το να στο λέει μεσούσης της δικτατορίας ως εξής έχει σημασία. «Είτε αυτό είναι η βία του φασισμού, είτε αυτό είναι ότι είσαι μελαγχολικός γιατί σε άφησε η κοπέλα σου, είτε γιατί σου δημιουργήθηκαν κάποια πολύ ωραία συναισθήματα εντός σου από ένα περίπατο στο δάσος», ήταν πολύ ανοιχτός ο Ρίτσος.

Αυτό κράτησα: Ό,τι με καίει κάθε στιγμή. «Αλλά πρόσεχε» μου έλεγε. «Το θέμα δεν είναι αυτό και το θέμα δεν κάνει το έργο. Το έργο το κάνει ο τρόπος που το φτιάχνεις, δηλαδή το περιεχόμενο εμφανίζεται μέσα από τη φόρμα και η φόρμα σου πρέπει να σέβεται μεν αυτό που της παραδόθηκε, αλλά να είναι σύγχρονη και να περιέχει σπέρματα του μέλλοντος».

Με την ευκαιρία να σας πω, γιατί ασχολήθηκα πολύ με την «Καντάτα για την Μακρόνησο», λόγω της επικείμενης συναυλίας. Είδα ότι η «Καντάτα για την Μακρόνησο» έχει μεν ένα θέμα συγκεκριμένο και μπορεί κάποιοι να αγάπησαν το έργο λόγω του θέματος, η αξία όμως του έργου βρίσκεται στο πώς διαχειρίζομαι μουσικά αυτό το θέμα. Κι αν ακούσετε κομμάτια τού σήμερα, θα αντιληφθείτε ότι είναι μια αντιμετώπιση η οποία όχι αντέχει σήμερα, όχι αντέχει γιατί αρκετά τραγούδια του παρελθόντος αντέχουν, δεν μιλώ γι' αυτό, μιλώ για την όλη μουσική διαχείριση. Είναι ένα πράγμα που σήμερα δεν γράφεται γιατί θεωρείται πολύ προχωρημένο ενδεχομένως.

Δηλαδή ακολούθησα την παραίνεση του Ρίτσου εκατό τοις εκατό και ως προς το σκέλος να γράφω τι με καίει και ως προς το σκέλος που αφορά τη φόρμα.

Τώρα τι «με έκαψε»; Όλα αυτά, γιατί υπάρχει η ψυχή μου και στα πολιτικά τραγούδια που ήταν έντονα κυρίως τη δεκαετία του '70, αλλά πολιτικό τραγούδι γράφω μέχρι σήμερα, απλώς τότε πέσανε εκδομένα πολλά μαζί: Πολιτικά Τραγούδια, Καντάτα για τη Μακρόνησο, Μαγιακόφσκι, Φουέντε Οβεχούνα που ήταν από θεατρική δουλειά, αλλά έχει τέτοια στοιχεία, Μουσική Πράξη στο Μπρεχτ κλπ.

Ο Καββαδίας όμως ήταν ένα ταξίδι, ένα ταξίδι στο άπειρο. Κι ο Καββαδίας, με προσδιόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό και με καθόρισε. Αυτό ήταν άλλη κατεύθυνση, όπως επίσης και κάποια ερωτικά μου κομμάτια για τα οποία, όμως, θέλω να πω ότι δεν είναι αποκομμένα από την εποχή που γράφονται και επομένως το χαρακτηριστικό μου, για το οποίο χαίρομαι πάρα πολύ εκ των υστέρων, είναι ότι αντανακλούν τη δραματική συγκυρία της εποχής". (...)


"Στην «Καντάτα για τη Μακρόνησο» για να παρουσιάσω τον τρόμο, τον φόβο, αυτό το πράγμα το απίστευτο που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι, το θάνατο πάνω από τα κεφάλια τους με τους βασανιστές, προσπάθησα και το έδωσα με τα μέρη που χαρακτηρίζω ατονικά. Από εκεί και πέρα το πάθος των ανθρώπων, τον ηρωισμό των ανθρώπων, τον έβγαλα με ένα τραγούδι που εξέφραζε αυτό το κομμάτι του Ρίτσου. Και η ποίηση του Ρίτσου έχει δύο επίπεδα: Έχει το επίπεδο -άμα δείτε το ποίημά του το «Φεγγάρι»- είναι ένα πράγμα μεταξύ εξπρεσιονισμού με στοιχεία υπερρεαλισμού. Απεναντίας το ποίημα «Αλέξης» είναι ένα ρεαλιστικό κομμάτι. Και είναι επιτρεπτό. Σε ακραίες περιπτώσεις είναι επιτρεπτά τα πάντα, και στον μουσικό, με την έννοια ότι θα σεβαστεί το κείμενο και θα τον καθοδηγήσει το κείμενο". (...) 


Έχετε μιλήσει για «80 χρόνια αντοχής του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού».

"Είχα πει και το επαναλαμβάνω, χωρίς να είμαι σοβινιστής, σίγουρα είμαι διεθνιστής αγαπώντας τον τόπο μου πάρα πολύ βέβαια, ότι η εκκίνηση του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού γίνεται τυπικά το 1942 από τον Μάνο Χατζιδάκι ο οποίος σε ηλικία 17 χρόνων γράφει ένα τραγούδι «Ήλθε βοριάς, ήλθε νοτιάς» θέλοντας να απαντήσει μαζί με ένα φίλο του στο «Λιλή Μαρλέν» που άκουγε όλα τα βράδια από τους Γερμανούς κατακτητές. Εκεί τυπικά έχουμε την έναρξη.

Τρεις όμως είναι οι συνθέτες που προσδιορίζουν αυτό που λέμε έντεχνο ελληνικό τραγούδι: Είναι ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, αλλά είναι και ο Τσιτσάνης ο οποίος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ του ρεμπέτικου και του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού γιατί η «Αχάριστη» ή η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν είναι ρεμπέτικο τραγούδι και είναι δύο ύμνοι. Τρεις κολώνες, λοιπόν, αλλά και σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης και ο Αργύρης Κουνάδης.

Άρα, λοιπόν, σήμερα έχουμε 2018, έχουμε σχεδόν 80 χρόνια, 76 για την ακρίβεια αν η έναρξη είναι το 1942 και το τραγούδι αυτό, όχι μόνο αντέχει, εξελίσσεται. Δηλαδή μετά την πρώτη φουρνιά, έρχεται η φουρνιά στην οποία «τελευταίος των Μοϊκανών» χρονικά, είμαι εγώ. Είναι ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος, ο μακαρίτης Λοΐζος, ο Μούτσης, ο Σαββόπουλος και κάποιοι άλλοι και είμαι και εγώ, χρονολογικά εκεί εντάσσομαι, βγήκα λίγο πιο μετά από αυτούς, λόγω της δικτατορίας, δηλαδή αν μπορούσα να βγω το '67, το '68, το '69, θα ήμουν εντελώς σε αυτή τη φουρνιά.

Αρκετά έργα δικά μας ή και τραγούδια, δεν είναι ότι προστέθηκαν στους προηγούμενους, διεύρυναν τα όρια.

Μιλήσαμε για την «Καντάτα για την Μακρόνησο», αλλά υπάρχουν και άλλα, υπάρχουν έξι έργα του Μαρκόπουλου, το ένα καλύτερο από το άλλο. Η γενιά αυτή, είτε μελωδικά, είτε μόνο ένα τραγούδι, είτε κύκλοι τραγουδιών ή έργα βασισμένα, όπως η «Καντάτα για την Μακρόνησο» που μιλάμε, διεύρυναν τα όρια.

Έρχεται μετά η τρίτη γενιά των τραγουδοποιών που χωρίζεται σε δύο υποφουρνιές: αυτή του '80 και αυτή του '90. Οι άνθρωποι αυτοί προσθέτουν άλλες εκδοχές στο τραγούδι. Οι πρίγκιπες, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας κάνουν τα «Ζεστά Ποτά» και αλλάζουν το τοπίο. Οι Φατμέ με τον Πορτοκάλογλου, το '80, οι Τερμίτες με τον Μαχαιρίτσα το '80 επίσης, ο Διονύσης Τσακνής ο οποίος γράφει κάποια τραγούδια συγκυρίας «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον», ο Σωκράτης Μάλαμας ο οποίος είναι η λαϊκή εκδοχή των τραγουδοποιών. Μετά έρχεται η γενιά του ΄90, φορτίο καταπληκτικό, Μίλτος Πασχαλίδης, Χρήστος Θηβαίος, Φοίβος Δεληβοριάς, Ορφέας Περίδης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ων ουκ έστι αριθμός, πάνω από δέκα. Αυτοί προσθέτουν άλλες εκδοχές.

Και τέλος υποστηρίζω ότι η τέταρτη γενιά μπαίνει μετά το 2000, μπορεί αυτή τη στιγμή να ξέρουμε περισσότερο κάποιους τραγουδιστές... Από πίσω υπάρχουν συνθέτες που γράφουν και τραγουδοποιοί... Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι η τέταρτη γενιά μπαίνει, και υπάρχουν πράγματα που πρέπει να δούμε. Και πάντως, έτσι κι αλλιώς, σου μίλησα για 80 χρόνια". (...)


Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ






yle="text-align: center;">

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου