3 Ιανουαρίου 2022

Η ιστορία του ευρώ από την ΤτΕ

Είκοσι χρόνια πριν, την 1η Ιανουαρίου 2002, τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία σε 12 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσιάζει την "ιστορία του ευρώ", την οποία παραθέτουμε στη συνέχεια:

Η μετάβαση από τα εθνικά νομίσματα στο ευρώ ήταν η μεγαλύτερη νομισματική μετάβαση που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο. Στο εγχείρημα αυτό συμμετείχαν ο τραπεζικός τομέας, οι εταιρίες χρηματαποστολών, οι εμπορικές επιχειρήσεις, ο κλάδος παραγωγής και εκμετάλλευσης μηχανημάτων που δέχονται μετρητά, οι επαγγελματίες χειριστές μετρητών και το ευρύ κοινό.

Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία το 2002, αλλά ο σχεδιασμός και η προετοιμασία για την εισαγωγή τους είχαν ξεκινήσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992, περιγράφει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς και των κυβερνήσεων και των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) των χωρών της ζώνης του ευρώ, όσον αφορά την έκδοση των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων ευρώ.

Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία σε 12 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η μετάβαση ολοκλη-ρώθηκε μέσα σε δύο μήνες και τα εθνικά τραπεζογραμμάτια και κέρματα των πρώτων 12 χωρών έπαψαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα στο τέλος Φεβρουαρίου του 2002.

Σήμερα, μετά την ένταξη της Λιθουανίας την 1η Ιανουαρίου 2015, το ευρώ έχει υιοθετηθεί από 19 χώρες και αποτελεί το ενιαίο νόμισμα άνω των 340 εκατομμυρίων Ευρωπαίων.

1992: Υπογράφεται η Συνθήκη του Μάαστριχτ

Την 7η Φεβρουαρίου του 1992, υπογράφεται η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Η Συνθήκη αυτή ήταν το αποκορύφωμα διαβουλεύσεων σχετικά με την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας στην Ευρώπη που διήρκεσαν αρκετές δεκαετίες. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. Ο πρωταρχικός σκοπός της ΕΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, δηλαδή η διαφύλαξη της αξίας του ενιαίου νομίσματος. Πέρα από το χρονοδιάγραμμα για την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, η Συνθήκη θέσπισε κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα θα λειτουργούσε στην πράξη και όρισε τα κριτήρια ένταξης των χωρών στην ευρωζώνη.

1995: Αποφασίστηκε το όνομα «ευρώ»

Στις 15 και 16 Δεκεμβρίου του 1995, αποφασίστηκε το όνομα «ευρώ». Το όνομα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη Σύνοδο της Μαδρίτης. Στην ίδια σύνοδο αποφασίστηκε ότι η λέξη «ευρώ» θα αναγράφεται στα τραπεζογραμμάτια ευρώ στο λατινικό και το ελληνικό αλφάβητο (δηλαδή «EURO» και «ΕΥΡΩ»). Αργότερα προστέθηκε και το κυριλλικό αλφαβητο.

Το σύμβολο του ευρώ είναι το «€», από το ελληνικό γράμμα «έψιλον», αρχικό γράμμα της λέξης «Ευρώπη». Οι δύο παράλληλες γραμμές παραπέμπουν στη σταθερότητα του ευρώ.

1996-1998: Επιλέγονται τα σχέδια των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ

Το Φεβρουάριο του 1996 το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ) προκήρυξε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό σχεδίου για τα τραπεζογραμμάτια ευρώ.

Το Δεκέμβριο του 1996 το Συμβούλιο του ΕΝΙ επέλεξε μια σειρά σχεδίων από 44 προτάσεις οι οποίες κρατήθηκαν ανώνυμες. Στη διαδικασία επιλογής συμμετείχε μια διεθνής επιτροπή διακεκριμένων ειδικών στους τομείς του μάρκετινγκ, του σχεδίου και της ιστορίας της τέχνης, ενώ πραγματοποιήθηκε και σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης στα τότε 14 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το 1997 επιλέχθηκαν τα σχέδια της ενιαίας όψης των κερμάτων ευρώ από προτάσεις που υπέβαλαν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα σχέδια φιλοτέχνησε ο Luc Luycx από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Βελγίου.

Το 1998, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε τα τελικά σχέδια των τραπεζογραμματίων. Προκρίθηκαν τα σχέδια του Robert Kalina από την Εθνική Τράπεζα της Αυστρίας.

1999: Αρχίζει το τρίτο και τελικό στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και η παραγωγή του ευρώ

Την 1 Ιανουαρίου του 1999, αρχίζει το τρίτο και τελικό στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). 11 κράτη-μέλη (Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία και Φινλανδία) εντάσσονται στην ΟΝΕ και υιοθετούν ως νόμισμά τους το ευρώ, το οποίο υπάρχει μόνο σε λογιστική μορφή και αντικαθιστά τα εθνικά τους νομίσματα με βάση την ισοτιμία μετατροπής που καθορίστηκε αμετάκλητα στις 31 Δεκεμβρίου 1998.
Τον Ιούλιο του 1999, αρχίζει η παραγωγή του ευρώ. Έπειτα από μια σειρά προπαρασκευαστικών τεχνικών σταδίων, άρχισε η παραγωγή των τραπεζογραμματίων ευρώ. Κάθε ΕθνΚΤ ήταν υπεύθυνη να ορίσει τον τόπο εκτύπωσης του αρχικού αποθέματος τραπεζογραμματίων τα οποία ήταν αναγκαία για την αντίστοιχη χώρα.


2000: Η Ελλάδα εντάσσεται στην ευρωζώνη

Στις 19 και 20 Ιουνίου του 2000, η Ελλάδα εντάσσεται στην ευρωζώνη. Το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOFIN), στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στην Πορτογαλία, αποφάσισε την ένταξη τη Ελλάδος στο ευρώ.

2001: Η νέα ισοτιμία, η Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται μέλος του Ευρωσυστήματος, η μεταβατική περίοδος και ο προεφοδιασμός

Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ και η αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ευρώ ορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,750 δραχμές. Η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε μέλος του Ευρωσυστήματος, το οποίο αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάστηκε με όλους τους αρμόδιους φορείς, τα Υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και την ειδική επιτροπή (task force) GRECO που είχε συσταθεί στην ΕΚΤ, για την επιτυχή εισαγωγή του ευρώ.

Αμέσως μετά την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα, ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος, κατά την οποία το ευρώ χρησιμοποιήθηκε μόνο σε λογιστική μορφή και η εγχώρια αγορά αποτελούσε μέρος της ενοποιημένης αγοράς της ζώνης του ευρώ. Η μεταβατική περίοδος έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2001 με την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή στην Ελλάδα ταυτόχρονα με τις άλλες 11 χώρες της Νομισματικής Ένωσης.

Κατά την περίοδο αυτή η νομισματική πολιτική ασκούνταν σε ευρώ, οι σχετικοί λογαριασμοί των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος άρχισαν να τηρούνται σε ευρώ και όλες οι διατραπεζικές συναλλαγές στην αγορά χρήματος διενεργούνταν σε ευρώ.

Η δημοσιονομική πολιτική (δηλαδή οι εισπράξεις και πληρωμές του Δημοσίου), κατά την μεταβατική περίοδο, εκτελούνταν σε δραχμές, ενώ οι βασικοί λογαριασμοί του Δημοσίου τηρούνταν και σε ευρώ. Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2002 εκφράστηκε σε ευρώ. Οι νέοι κρατικοί τίτλοι εκδίδονταν σε ευρώ, ενώ οι υφιστάμενοι τίτλοι επανεκφράστηκαν σε ευρώ.

Από το Σεπτέμβριο έως και το Δεκέμβριο του 2001, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε τον προεφοδιασμό των τραπεζών και των εμπορικών επιχειρήσεων με τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της αγοράς κατά τις πρώτες ημέρες του 2002.

Η Τράπεζα της Ελλάδος προεφοδίασε τις εμπορικές τράπεζες με κέρματα ευρώ από την 1η Σεπτεμβρίου 2001 και με τραπεζογραμμάτια ευρώ από την 1η Οκτωβρίου. Ο προεφοδιασμός των τραπεζών με κέρματα ξεκίνησε νωρίτερα, καθώς κρίθηκε ότι, λόγω του μεγάλου όγκου και βάρους, η μεταφορά τους ήταν πιο δύσκολη.

Οι εμπορικές τράπεζες, που προεφοδιάστηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος, με τη σειρά τους προεφοδίασαν τις εμπορικές επιχειρήσεις με κέρματα ευρώ από την 1η Νοεμβρίου 2001 και με τραπεζογραμμάτια μικρής αξίας (5 και 10 ευρώ) από την 1η Δεκεμβρίου. Από την ίδια ημερομηνία, οι εμπορικές επιχειρήσεις μπορούσαν να προμηθεύονται συσκευασίες κερμάτων ευρώ αξίας 111 έως 300 ευρώ. Οι προεφοδιαζόμενοι φορείς είχαν δεσμευθεί να μη θέσουν σε καμία περίπτωση τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ σε κυκλοφορία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002.

Εκτός από τις ημερομηνίες έναρξης του προεφοδιασμού των εμπορικών τραπεζών και των επιχειρήσεων με ευρώ, το χρονοδιάγραμμα για την εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στην Ελλάδα προέβλεπε τον προεφοδιασμό του κοινού, από τις 17 Δεκεμβρίου 2001, με συσκευασίες εξοικείωσης που περιείχαν 45 κέρματα ευρώ όλων των αξιών έναντι 5.000 δρχ. (14,67 ευρώ).

2001-2002: Εκστρατεία ενημέρωσης

Η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετείχε στην Εκστρατεία Ενημέρωσης «ΕΥΡΩ 2002» από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των υπόλοιπων 11 χωρών της ζώνης του ευρώ. Στόχος της Εκστρατείας Ενημέρωσης ήταν να διασφαλίσει ότι το ευρύ κοινό και όσοι χειρίζονται μετρητά στην εργασία τους γνωρίζουν:
τις ονομαστικές αξίες των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων ευρώ,
την εμφάνιση των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων ευρώ,
τα χαρακτηριστικά ασφαλείας,
τον τρόπο της μετάβασης στο νέο νόμισμα.


2002: Η επιτυχής εισαγωγή του νέου νομίσματος σε φυσική μορφή και η παράλληλη κυκλοφορία

Τον Ιανουάριο του 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία στην Ελλάδα ταυτόχρονα με τα άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ. Η μετάβαση στο ευρώ ολοκληρώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2002.

Η εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ απαιτούσε λεπτομερείς σχεδιασμούς/προσεκτικό προγραμματισμό σε επίπεδο διοικητικής μέριμνας. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην προετοιμασία των δικτύων (καταστημάτων) των τραπεζών και των εμπορικών επιχειρήσεων, που αποτελούν τους βασικούς αγωγούς διοχέτευσης τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στην αγορά.

Η κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων ευρώ στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε ομαλά και απρόσκοπτα. Το ελληνικό κοινό εξοικειώθηκε πολύ γρήγορα με το ευρώ και ήδη από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών πραγματοποιούνταν σε ευρώ. Το μερίδιο των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στο σύνολο των τραπεζογραμματίων και κερμάτων σε κυκλοφορία υπήρξε υψηλό και μάλιστα υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.

Από την 1η Ιανουαρίου έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα παράλληλα με τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα δραχμών (περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας). Οι συναλλαγές σε λογιστική μορφή όμως (με επιταγές, εμβάσματα, πιστωτικές κάρτες κ.λπ.) γίνονταν μόνο σε ευρώ.

2004-2012: Η ανταλλαγή δραχμών με ευρώ

Στην​ Ελλάδα η ανταλλαγή τραπεζογραμματίων δραχμών με τα αντίστοιχα σε ευρώ γινόταν από την Τράπεζα της Ελλάδος και διήρκεσε μέχρι το Μάρτιο του 2012. Για την ανταλλαγή κερμάτων η προθεσμία ήταν δυνατόν να γίνει μέχρι το 2004.

Η ανταλλαγή εθνικών νομισμάτων και κερμάτων με ευρώ, μετά την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία αποτελούν νόμιμο χρήμα, γίνεται μόνο στις ΕθνΚΤ. Η ΕΚΤ δεν ανταλλάσσει τραπεζογραμμάτια ή κέρματα.

2007-2015: Είσοδος περισσότερων χωρών στην ευρωζώνη

Από το 2007 έως και το 2015, περισσότερες χώρες εντάσσονται στη ζώνη του ευρώ. Πιο συγκεκριμένα:
Την 1η Ιανουαρίου του 2007, η Σλοβενία γίνεται το 13ο μέλος της ζώνης του ευρώ.
Την 1η Ιανουαρίου του 2008, η Κύπρος και η Μάλτα εντάσσονται στη ζώνη του ευρώ.
Την 1η Ιανουαρίου του 2009, η Σλοβακία εντάσσεται στη ζώνη του ευρώ.
Την 1η Ιανουαρίου του 2011, η Εσθονία εντάσσεται στη ζώνη του ευρώ.
Την 1η Ιανουαρίου του 2014, η Λεττονία γίνεται μέλος της ευρωζώνης.
Την 1η Ιανουαρίου του 2015, η Λιθουανία εισέρχεται στη ζώνη του ευρώ, που έκτοτε περιλαμβάνει 19 χώρες.

Με την ημερομηνία ένταξης της κάθε χώρας στην ΟΝΕ, οριστικοποιήθηκαν οι αμετάκλητες ισοτιμίες μετατροπής του εθνικού της νομίσματος έναντι του ευρώ.

Πηγή: bankofgreece.gr

Σχετικές αναρτήσεις:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου