29 Φεβρουαρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης. Μικρό αφιέρωμα.

"Γεννήθηκε, μαζί με τον εικοστό αιώνα, το 1900 στη Σμύρνη, και μάλιστα σε σημαδιακή ημερομηνία: 29 Φεβρουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο), γεγονός στο οποίο αναφερόταν κάθε τόσο με τρόπο χιουμοριστικό.
 Όταν στα 1939 συναντήθηκε με τον Χένρυ Μίλλερ, ο Αμερικανός συγγραφέας τον ρώτησε πόσων χρόνων είναι και ο Σεφέρης τού απάντησε πως σε μερικούς μήνες θα γιόρταζε τα δέκατα γενέθλιά του!".*

Έτσι λοιπόν σήμερα, 29 Φεβπουαρίου, ένα μικρό αφιέρωμα (από το blog) στο μεγάλο μας ποιητή:


Ο Γιώργος Σεφέρης είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1914, σε ηλικία 14 ετών, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους του στίχους, με το ξέσπασμα του Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια εγκαταλείπει τη Σμύρνη και έρχεται στην Ελλάδα.
Το 1917 (17 ετών) μεταβαίνει στοΠαρίσι, όπου σπουδάζει λογοτεχνία και νομικά.Εκεί θα μείνει μέχρι το καλοκαίρι του του 1924. Στη συνέχεια μεταβαίνει για ένα χρόνο περίπου στο Λονδίνο.
Αν και η εκπαίδευσή του ήταν περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική, εκείνος όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την ελληνική λογοτεχνία, αλλά την καλλιέργησε σε βάθος, δίνοντάς της μια νέα πνοή.


... Κράτησα τὴ ζωή μου ταξιδεύοντας
ἀνάμεσα στὰ κίτρινα δέντρα κατὰ τὸ πλάγιασμα τῆς βροχῆς
σὲ σιωπηλὲς πλαγιὲς φορτωμένες μὲ τὰ φύλλα τῆς ὀξιᾶς,
καμιὰ φωτιὰ στὴν κορυφή τους· βραδιάζει.


Επιστρέφει στην Αθήνα το 1925. Από το 1927 ακολουθεί διπλωματική καρίερα Το 1927 διορίζεται στο Υπουργείου Εξωτερικών, στο διπλωματικό σώμα. Παραλληλα ασχολείται με την λογοτεχνία.

Λόγω της διπλωματικής του ιδιότητας, η ζωή του χαρακτηριζόταν από συνεχείς μετακινήσεις. Υπηρέτησε σε πολλές ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στο έργο του.

... Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.


Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.

(Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει, Καλοκαίρι 1936)


Το 1963 η φήμη του Σεφέρη ξεφεύγει από τα εθνικά όρια και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Καρπός της, η βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία. Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το ανώτερο, παγκοσμίως, βραβείο πνευματικής προσφοράς.

Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα
μὲ φλέβες ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες
γυαλίζοντας στ᾿ ἀργὸ ψιχάλισμα,
ἄνθη τῆς πέτρας φυσιογνωμίες
ποὺ ἦρθαν ὅταν κανένας δὲ μιλοῦσε καὶ μοῦ μίλησαν
ποὺ μ᾿ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ σιωπὴ
μέσα σε πεῦκα σὲ πικροδάφνες καὶ σὲ πλατάνια.


Το 1967 η δικτατορία των συνταγματαρχών κατέλυσε το σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Ο Σεφέρης εκδηλώθηκε έντονα εναντίον της, τόσο γραπτά, όσο και με δημόσιες ρητές δηλώσεις του.

Οι παλαιότεροι θυμούνται την ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας την Παρασκευή της 28ης Μαρτίου του 1969. 
«Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου». Ήταν και ο λόγος που του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου. 

Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.


Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, ο Γιώργος Σεφέρης έκλεισε για πάντα τα μάτια του, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.
Μᾶς βαραίνουν οἱ φίλοι
ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.


Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1971, δυο ημέρες μετά το θανατό του, η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, κυρίως νέους και φοιτητές. Η κηδεία του σπουδαίου έλληνα ποιητή και νομπελίστα εξελίσσεται σιγά σιγά σε διαδήλωση κατά της χούντας.
Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο τότε) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη - σε στίχους Σεφέρη - από το ποίημα του «Στο περιγιάλι το κρυφό».
Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.

Στο περιγιάλι το κρυφό
Κι άσπρο σαν περιστέρι
Διψάσαμε το μεσημέρι

Μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
Γράψαμε τ΄ όνομά της
Ωραία που φύηξε ο μπάτης
Και σβήστηκε η γραφή

Με τη καρδία, με τη πνοή,
Τι πόθους και τι πάθος
Πήραμε τη ζωή μας λάθος
Κι αλλάξαμε ζωή.


Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο. Η προσφορά του Γιώργου Σεφέρη στη λογοτεχνία μας είναι τεράστια. Άνοιξε νέους ορίζοντες στην ελληνική ποίηση.
________________
* Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εφ. Τα Νέα, 11/10/1999
Πηγή: Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου