15 Νοεμβρίου 2018

Γ. Στουρνάρας: Η ελληνική κρίση δημόσιου χρέους και οι επιπτώσεις της

Η επιδείνωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών, είχε σαν αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο να χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών και την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων, συνθήκες που κατέστησαν αναγκαία την προσφυγή της χώρας στην εξωτερική οικονομική στήριξη και τα μνημόνια. Αυτά επεσήμανε για την ελληνική κρίση δημόσιου χρέους ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας,
μιλώντας την Τρίτη σε εκδήλωση του ICMB στη Γενεύη με θέμα «Διδάγματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα». Ανέφερε επίσης, μεταξύ άλλων, στις επιπτώσεις της κρίσης δημόσιου χρέους στην πραγματική οικονομία και τον τραπεζικό τομέα.

Το σχετικό απόσπασμα της ομιλίας του κ. Στουρνάρα στο 
"International Center for Monetary and Banking Studies" (ICMB) με στη συνέχεια:

Η ελληνική κρίση δημόσιου χρέους και οι επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία και τον τραπεζικό τομέα 

«Σε αντίθεση με άλλες χώρες που βίωσαν κρίση, στην Ελλάδα η κρίση δεν ξεκίνησε από τον τραπεζικό τομέα. Τα γενεσιουργά αίτια της ελληνικής κρίσης εντοπίζονται στις σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες οι οποίες συσσωρεύονταν επί πολύ καιρό και οδήγησαν στην κρίση δημόσιου χρέους που εκδηλώθηκε το 2010.

Σε ένα δυσμενές οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον παγκοσμίως, το Ελληνικό Δημόσιο έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών και την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών. Αυτές οι συνθήκες κατέστησαν αναγκαία την προσφυγή της χώρας σε εξωτερική οικονομική στήριξη. Για να αντιμετωπιστεί η κρίση δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε, χρειάστηκαν τρία Μνημόνια Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και μία σημαντική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (το λεγόμενο PSI) το 2012. 

Η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε επέτεινε την ένταση των αρχικών κλονισμών της οικονομίας, με αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ να υποστεί σωρευτική μείωση κατά 25% και πλέον, η ανεργία να εκτιναχθεί σε επίπεδα ιστορικώς υψηλά για τη μεταπολεμική περίοδο και το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα να υποχωρήσει σημαντικά. Εν ολίγοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε εθνικό επίπεδο η ελληνική κρίση υπήρξε σφοδρότερη από ό,τι η κρίση του 1929. 

Όπως ήταν αναμενόμενο, το τίμημα για τον τραπεζικό τομέα υπήρξε βαρύ. Σημειώθηκε μεγάλη επιδείνωση στα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών και ιδίως στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου τους. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των ανοιγμάτων στην Ελλάδα έφθασε στο 45% περίπου το 2016, περιορίζοντας σοβαρά τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των τραπεζών.

Λόγω της έλλειψης ρευστότητας, ο διαμεσολαβητικός ρόλος των τραπεζών υπονομεύθηκε και η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας περιορίστηκε σημαντικά. Επιπλέον, από το Σεπτέμβριο του 2009 έως το Δεκέμβριο του 2015 οι καταθέσεις μειώθηκαν σημαντικά κατά 117 δισεκ. ευρώ περίπου (ή 49%), εν μέρει λόγω της αβεβαιότητας των καταθετών σχετικά με το μακροοικονομικό περιβάλλον και τις προοπτικές της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί ότι η δυνατότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να παρέχουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία περιορίστηκε ακόμη περισσότερο λόγω της υπερκυκλικότητας των κεφαλαιακών απαιτήσεων, καθώς σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης η κεφαλαιακή βάση χρησιμοποιείται ως περιθώριο ασφαλείας για την αντιμετώπιση απροσδόκητων κινδύνων. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες έπρεπε να επιτύχουν ακόμη υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, με αποτέλεσμα να τους είναι ακόμη πιο δύσκολο να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.

Η παρατεταμένη ύφεση, σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας, οδήγησε σε σημαντική άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ζημιών απομείωσης, υπονομεύοντας την κερδοφορία των τραπεζών. Το τραπεζικό σύστημα άρχισε να καταγράφει ζημίες το α΄ τρίμηνο του 2010, ενώ η κεφαλαιακή του βάση άρχισε να διαβρώνεται. Παρά τις προσπάθειες ενίσχυσης της οργανικής κερδοφορίας, ο σχηματισμός υψηλών προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο οδήγησε σε σειρά ζημιογόνων χρήσεων, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2015.

Επιπλέον, λόγω του δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος, από το τέλος του 2010 υπήρξε σημαντική πιστωτική συρρίκνωση: μεταξύ Δεκεμβρίου 2010 και Δεκεμβρίου 2015, το υπόλοιπο των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα κατέγραψε σωρευτική μείωση γύρω στα 54 δισεκ. ευρώ (άνω του 20%). Μειώθηκε η ζήτηση πιστώσεων, τόσο εκ μέρους των επιχειρήσεων, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιχειρηματικών κινδύνων, όσο και εκ μέρους των νοικοκυριών, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση και της δυνατότητάς τους να εξυπηρετούν τα χρέη τους. 

Επιπροσθέτως, η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις αναλήψεις μετρητών στο τέλος Ιουνίου του 2015 επέδρασε αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα. Οι επιπτώσεις φαίνεται ότι υπήρξαν λιγότερο σοβαρές από ό,τι αναμενόταν, χάρη στη θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών και τη μικρότερη από το προβλεπόμενο μείωση της καταναλωτικής δαπάνης. Όμως, παρατηρήθηκαν δυσμενείς επιδράσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον και σε συγκεκριμένους τομείς όπως η ναυτιλία και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου