18 Φεβρουαρίου 2020

Και οι δημοκρατίες αντιμετωπίζουν ύφεση

«Θα μπορούσα να σταθώ στη μέση της 5ης Λεωφόρου, να πυροβολήσω κάποιον και να μη χάσω ψηφοφόρους». Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει όντως κάνει αυτή τη δήλωση στο παρελθόν. Ομως το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι μπορεί να έχει και δίκιο σε μια εποχή κατά την οποία ο μέσος ψηφοφόρος κλείνει αυτιά και μάτια μπροστά σε οτιδήποτε απειλεί την εικόνα που έχει ήδη σχηματίσει για την πραγματικότητα. 

Μια σειρά ερευνητών και αναλυτών συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η κρίση στην ποιότητα της δημοκρατίας οφείλεται αφενός στις αδυναμίες των κρατών, αφετέρου στη δυσκολία προσήλωσης στα πραγματικά δεδομένα, τα οποία έχουν αρχίσει να χάνουν την αξία τους για τις αποφάσεις των ανθρώπων.

Συμπερασματικά, οι κυβερνήσεις που υπηρετούν την ιδέα της δημοκρατίας οφείλουν να αυξήσουν τις επιδόσεις τους και να καταπολεμήσουν τις ενδογενείς τους παθογένειες. Οι πολίτες από την πλευρά τους θα πρέπει να βελτιώσουν το αξιολογικό τους κριτήριο, αποτρέποντας την περαιτέρω ανάπτυξη ενός πολιτισμού στον οποίο ο καθένας θα ακούει και θα βλέπει μόνο αυτό που θα ήθελε ή φαντάζεται, σε έναν κόσμο που αλλάζει.

Για την ώρα, η δημοκρατία βρίσκεται σε ύφεση. Η ποιότητα της παγκόσμιας δημοκρατίας καταγράφει αρνητικό υψηλό 15ετίας και η δυσφορία της κοινής γνώμης σημειώνει τη χειρότερη επίδοση από το 1995. Η Ελλάδα φαίνεται να κινείται πλέον κόντρα στο ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ωστόσο πλήθος ερωτημάτων συνοδεύει το αφήγημα της «επιστροφής στην κανονικότητα».

Μια σφαιρική εικόνα των δημοκρατικών επιδόσεων ανά τον κόσμο δίνει η αντίστοιχη ετήσια έκθεση του Economist Ιntelligence Unit. Το 2019 η μέση παγκόσμια βαθμολογία μειώθηκε από 5,48 το 2018 σε 5,44 (κλίμακα 0-10). Πρόκειται για το χειρότερο αποτέλεσμα από την έναρξη του δείκτη το 2006. Μόνο μία περιοχή κατέγραψε βελτίωση. Αυτή ήταν η Βόρεια Αμερική. Ομως όχι χάρη στις ΗΠΑ αλλά χάρη στον Καναδά. Η βαθμολογία της δυτικής Ευρώπης παρέμεινε στάσιμη, αντιμέτωπη με προκλήσεις οι οποίες παγιώθηκαν τα χρόνια που προηγήθηκαν. Παγκοσμίως, σε αντίθεση με την πολιτική συμμετοχή η οποία παρουσίασε βελτίωση, οι υπόλοιποι τομείς επιδεινώθηκαν: εκλογική διαδικασία και πλουραλισμός, λειτουργία της γενικής κυβέρνησης, πολιτική κουλτούρα και πολιτικές ελευθερίες. 


Η Ελλάδα; Είναι σήμερα η φωτεινή εξαίρεση της Ευρώπης; Mένει να αποδειχθεί, εν προκειμένω να καταγραφεί, στην επόμενη έκθεση με έτος αναφοράς το 2020. Για το 2019, η ελληνική θεωρείται «ελαττωματική δημοκρατία», με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές. Δίνοντας συνολικό σκορ 7,43, ο Economist την κατατάσσει 39η στον κόσμο και 20ή στην Ευρώπη, καταδεικνύοντας ως μεγαλύτερο «αγκάθι» τη λειτουργία της γενικής κυβέρνησης, με 4,86.

Από τις 167 χώρες που καλύπτει ο δείκτης, οι «πλήρεις δημοκρατίες» είναι 22. Σε 54 χώρες συναντά κανείς «απολυταρχικά καθεστώτα». Την καλύτερη επίδοση στον κόσμο καταγράφει η Νορβηγία (9,87) και τη χειρότερη η Bόρεια Κορέα (1,08). Η Γερμανία κατατάσσεται 13η με σκορ 8,68. Οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ τοποθετούνται στην 25η θέση με επίδοση 7,96, γεγονός που τους αποδίδει τον τίτλο της «ελαττωματικής δημοκρατίας».

Αρνητικό ρεκόρ 25ετίας

Υφεση δεν αντιμετωπίζουν μόνο οι οικονομίες αλλά και οι δημοκρατίες. Εκθεση την οποία εκπόνησε το Κέντρο για το Μέλλον της Δημοκρατίας, στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, καταδεικνύει ότι η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τη δημοκρατία βρίσκεται σήμερα σε υψηλό 25ετίας. Eιδικότερα, σε δείγμα 154 χωρών, η δυσφορία για τη δημοκρατία μεταπήδησε από 47,9% το 1995 σε 57,5% το 2019.

Mετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η δυσφορία για τη δημοκρατία ενισχύθηκε κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες, μια αύξηση η οποία «φαίνεται να είναι ανθεκτική». Ξεχωρίζουν ως παραδείγματα οι ΗΠΑ και η Βρετανία, όπου η δυσαρέσκεια των πολιτών τους αυξήθηκε κατά 1/3 από τη δεκαετία του 1990. Στα διαχρονικά υψηλά τους παρέμειναν εξάλλου χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Στον αντίποδα, «οι νήσοι της ικανοποίησης». Σε ιστορικά χαμηλά η δυσφορία για τη δημοκρατία στην καρδιά της Ευρώπης: Δανία, Ελβετία, Νορβηγία, Ολλανδία.

Τροφή για προβληματισμό, αλλά συγχρόνως και για αισιοδοξία, προσφέρει μάλλον το πόρισμα των ερευνητών: «Η άνοδος του λαϊκισμού δείχνει λιγότερο η αιτία και περισσότερο το σύμπτωμα της δυσφορίας για τη δημοκρατία (…) Αν ολισθαίνει η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία, είναι επειδή οι θεσμοί της αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν ορισμένες από τις βασικές κρίσεις της εποχής μας, από τις οικονομικές καταρρεύσεις μέχρι την απειλή της παγκόσμιας υπερθέρμανσης (…) Tα ευρήματα δείχνουν ότι οι πολίτες είναι λογικοί απέναντι στους θεσμούς και επικαιροποιούν τη στάση τους αντιδρώντας κάθε φορά σε αυτό που έχουν μπροστά τους». 


Υπεύθυνοι για την παραπληροφόρηση είναι και οι πολίτες 

O Tζέισον Κόνελ, επίκουρος καθηγητής στο Ohio State University στις ΗΠΑ, βάζει μάλλον δύσκολα στον εαυτό του. Αφιερώνει τον ακαδημαϊκό του χρόνο προσπαθώντας να καταλάβει πώς και γιατί οι άνθρωποι λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις με τον τρόπο που το κάνουν. Σε συνομιλία με την «Καθημερινή», εξηγεί πώς εκείνος και η ομάδα του, έπειτα από έρευνα για τη διάδοση της παραπληροφόρησης, οδηγήθηκαν σε μια μάλλον αναμενόμενη πλην ενδιαφέρουσα διαπίστωση: Οι άνθρωποι τείνουν να θυμούνται λανθασμένα ή να μη θυμούνται καν αριθμούς που δεν ταιριάζουν στις πεποιθήσεις τους. Θεωρούν ότι βασίζουν τις απόψεις τους σε γερά δεδομένα όταν υποσυνείδητα προσαρμόζουν αυτά τα δεδομένα ώστε να ταιριάζουν στις προκαταλήψεις τους. 


Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι ακούν επιλεκτικά μόνο τη μία πλευρά της πραγματικότητας, ακόμη και αν έχουν μπροστά τους στοιχεία προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επομένως, η παραπληροφόρηση δεν πηγάζει μόνο από εξωτερικές πηγές αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό μας, με εύλογες συνέπειες για τις τελικές αποφάσεις μας.

Και το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν οι άνθρωποι μοιράζονται με άλλους την παραπληροφόρηση που οι ίδιοι παρήγαγαν. (...)

Αλλος ο λαϊκισμός στην Ελλάδα, άλλος στην Ευρώπη

Ο Aγγελος Χρυσόγελος είναι ερευνητικός εταίρος της δεξαμενής σκέψης Chatham House και λέκτωρ διεθνούς πολιτικής στο London Metropolitan University. Σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», εκφράζει την εκτίμηση ότι ο ελληνικός λαϊκισμός μόνο χρονικά συμπίπτει με τον διεθνή λαϊκισμό των τελευταίων ετών, 

«Οσο περνάει ο καιρός σχηματίζω την άποψη ότι ο ελληνικός "αντιμνημονιακός" λαϊκισμός ήταν ένα φαινόμενο που ναι μεν συνέπεσε, αλλά ήταν θεμελιωδώς διαφορετικός από ό,τι συνέβη αλλού στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με εξαίρεση ίσως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Λόγω της έντασης της οικονομικής κρίσης, ο δικός μας λαϊκισμός είχε κυρίως ένα αριστερό πρόσημο και στηριζόταν σε οικονομικά - υλικά αιτήματα. Αντίθετα στο εξωτερικό είδαμε σχεδόν παντού κυρίως δεξιόστροφους λαϊκισμούς, με έμφαση σε ζητήματα μετανάστευσης και εθνικής κυριαρχίας» αναφέρει.

Παράλληλα, διακινδυνεύει την πρόβλεψη ότι μια πραγματική λαϊκιστική έκρηξη ενδεχομένως ακόμη εκκρεμεί στην Ελλάδα. 

Σε κάθε περίπτωση, αποδέχεται τον όρο της ελληνικής «επιστροφής στην κανονικότητα», μόνον υπό την έννοια της επιστροφής στην κοινωνική ηρεμία και μετριοπάθεια. Διότι οι πολιτικές και οι αξίες που είχαν παγιωθεί πριν από την κρίση βρίσκονται ήδη στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. (...)

Πηγή: «Καθημερινή». Διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα στο: 
Υφεση δεν αντιμετωπίζουν μόνον οι οικονομίες, αλλά και οι δημοκρατίες 

Σχετικά με τον "Δείκτη Δημοκρατίας" (Democracy Index) και την βαθμολογία κάθε χώρας δείτε και εδώ: wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου