1 Μαΐου 2018

Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου. Το ιστορικό

Το ξημέρωμα της 9ης Μαΐου του 1936 βρίσκει την Θεσσαλονίκη νεκρή από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς στην απεργία που έχουν κηρύξει οι καπνεργάτες συμμετέχουν ακόμη και οι έμποροι με τους βιοτέχνες. Η πόλη στρατοκρατείται και οι επιθέσεις της Αστυνομίας έχουν ξεκινήσει από νωρίς. Η Χωροφυλακή επιτίθεται ξανά να διαλύσει τους απεργούς και αρχίζει αληθινή μάχη. Στήνονται οδοφράγματα. Αστυνομικοί με πολιτικά ανεβαίνουν στα γύρω κτίρια και πυροβολούν. Ο οδηγός Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός. Στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει στην πρώτη του σελίδα την φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνεί το νεκρό γιό της. Ενας νέος ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος, βλέπει τη φωτογραφία, συγκλονίζεται, κλείνεται στην σοφίτα του και γράφει τον «Επιτάφιο».

Ένα απόσπασμα στη συνέχεια από δημοσίευμα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με τίτλο 
«Η μεγάλη απεργία της Θεσσαλονίκης του ΄36 και ο "Επιτάφιος" του Γιάννη Ρίτσου»: 


Θεσσαλονίκη 9-11 Μαΐου 1936

Στα τέλη Απριλίου του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας με αιτήματα την αύξηση των ημερομισθίων, βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών καθώς και πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες. (...) Η απεργία επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα καπνομάγαζα της Θεσσαλονίκης και κατόπιν στις Σέρρες, Λαγκαδά, Βόλο, Δράμα, Ξάνθη, Καρδίτσα και κατόπιν σε όλη την χώρα. (...) Στις 8 Μαΐου σε πολλά σημεία της Θεσσαλονίκης σημειώνονται συγκρούσεις απεργών και Χωροφυλακής.

Το ξημέρωμα της 9ης Μαΐου, βρίσκει την Θεσσαλονίκη νεκρή από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα καθώς απεργία έχουν κηρύξει και οι έμποροι με τους βιοτέχνες. Η πόλη στρατοκρατείται και οι επιθέσεις της Αστυνομίας έχουν ξεκινήσει από νωρίς. Στις 10.30 το πρωί πέρασε από την οδό Εγνατίας αυτοκίνητο της Χωροφυλακής με συλληφθέντες αυτοκινητιστές. Όταν το αυτοκίνητο φθάνει κοντά στο σωματείο, όλοι οι οδηγοί και εισπράκτορες που ήταν εκεί όρμησαν και απελευθέρωσαν τους συναδέλφους τους. Η έφιππη Χωροφυλακή επιτέθηκε και οι απεργοί αμύνθηκαν με τούβλα και πέτρες. Αποκρούουν πέντε επιθέσεις των χωροφυλάκων και συμπτύσσονται. 
Η Χωροφυλακή επιτίθεται ξανά να τους διαλύσει και αρχίζει αληθινή μάχη. Στήνονται οδοφράγματα. Αστυνομικοί με πολιτικά ανεβαίνουν στα γύρω κτίρια και πυροβολούν. Ο οδηγός Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός.

Η δολοφονία του έδωσε το σύνθημα για την μεγάλη διαδήλωση. Ενώ οι υπερασπιστές των οδοφραγμάτων συμπτύσσονται κάτω από την πίεση, χιλιάδες διαδηλωτές ξεπηδούν από όλες τις γωνίες των κεντρικών δρόμων. Ξηλώνουν μια πόρτα και βάζουν πάνω της το νεκρό εργάτη. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ξανά στους συνοικισμούς. Χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν στο κέντρο με το σύνθημα κάτω οι δολοφόνοι. Η Χωροφυλακή παίρνει τα όπλα από τους στρατιώτες και ρίχνει στο ψαχνό. Παντού βογγητά και άγριες φωνές. Οι στρατιώτες όρμησαν να αναχαιτίσουν τους λυσσασμένους χωροφύλακες. Η μάχη κράτησε 4 ώρες. 9 νεκροί και 300 τραυματίες.

Στις 3 το απόγευμα ο διοικητής του Γ Σώματος Στρατού Ζέππος κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Δυο ώρες αργότερα ο λαός ξαναέσπασε την «νομιμότητα» του Μεταξά και του Ζέππου και συγκρότησε νέες διαδηλώσεις. (...) Στις 10 Μαΐου όλη η Θεσσαλονίκη συμμετέχει στην κηδεία των θυμάτων.

Στις 12 Μαΐου επέρχεται συμφωνία καπνεργατών - καπνεμπόρων και γίνεται δεκτό το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών αιτημάτων. Η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει καμιά δέσμευση για απόλυση συλληφθέντων και τιμωρία των ενόχων. Ο στρατηγός Ζέππος εξαπολύει τρομοκρατία στην Θεσσαλονίκη. Στις 13 Μαϊου κηρύσσεται πανελλαδική απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. 500 χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη την Ελλάδα κατέβηκαν στους δρόμους. Με τη λήξη της απεργίας, η Θεσσαλονίκη γνώρισε νέα περίοδο στρατοκρατίας. (...)

Από τα πρώτα βήματα ως τον «Επιτάφιο»

Στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα του, την φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνούσε το νεκρό γιό της. Ενας νέος ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος (γεννήθηκε την 1η Μαίου 1909 στην Μονεμβασιά), συγκλονίστηκε, κλείστηκε στην σοφίτα του της οδού Μεθώνης, και έγραψε τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο». (...) 


Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.

Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ποίημα-σταθμό τόσο για την ποίηση στην Ελλάδα, και βέβαια για το ίδιο το έργο του ποιητή. Αξιοποιώντας μέσα στο αισθητικό και θεματικό κλίμα του Μοντερνισμού, το δημοτικό τραγούδι και το λαϊκό μοιρολόϊ, όχι ως νοσταλγός μιας παράδοσης που σβήνει, αλλά ως πρωτοπόρος που χρησιμοποιεί ποιητικούς τρόπους με πολύ βαθιές ρίζες στην συνείδηση του λαού, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα ποίημα-σταθμό που έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά.

Ο «Επιτάφιος» είναι ένα ποίημα που περιέχει καταρχήν το απόσταγμα βαθιών αισθημάτων έτσι όπως εκφράστηκαν στην γλώσσα μας. Ο θρήνος της μάνας του δολοφονημένου εργάτη είναι ο θρήνος της Χ Ραψωδίας της Ιλιάδας του Ομήρου, όταν ο Πρίαμος, η Εκάβη και η Ανδρομάχη θρηνούν τον νεκρό Έκτορα. (...)

Ο «Επιτάφιος» είναι οι παιδικές μνήμες του ποιητή, όταν οι ύμνοι του Επιταφίου θρήνου, αυτά τα γλωσσικά αριστουργήματα έσμιγαν με το ανοιξιάτικο αεράκι, αλλά και όταν μικρό παιδί, άκουγε το μανιάτικο μοιρολόϊ.

«...Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα». (Από συνέντευξη του ποιητή σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983).

Ο «Επιτάφιος», ποίημα της εργατικής τάξης

Αλλά ο «Επιτάφιος» δεν είναι απλώς ένα αριστουργηματικό, θρηνητικό ποιητικό έργο. Είναι ένα ποίημα της εργατικής τάξης. Εκείνο που το διαφοροποιεί από τα παλαιά θρηνητικά ποιήματα είναι δύο στροφές από το XVII και το ΧΧ άσματα του ποιήματος, ιδιαίτερα η δεύτερη με την οποία ολοκληρώνεται το ποίημα.

«Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γώ τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου». (XVII άσμα).

«Γιέ μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, παιδί μου”. (ΧΧ άσμα)

Οι παλιότεροι θρήνοι, αντανακλούσαν την κοινωνική κατάσταση της γυναίκας στην αγροτική κοινωνία. Η κλεισμένη στο σπίτι γυναίκα θρηνεί τον γιό, τον αδελφό, τον σύζυγο, ανήμπορη.

Αλλά όταν γράφει το ποίημα ο Ρίτσος, η γυναίκα δεν είναι ένα ανήμπορο, κοινωνικά, πλάσμα. Είναι εργάτρια, κερδίζει τη ζωή της όλη με την δουλειά της στην κοινωνική παραγωγή και με τους αγώνες της μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης. Εκεί θα κερδίσει και την ισότιμη θέση της δίπλα στα ταξικά της αδέλφια. Και όταν πέφτει ένας, παίρνει την θέση του με το όπλο στο χέρι στο οδόφραγμα. Για αυτό ο «Επιτάφιος» είναι ποίημα της εργατικής τάξης. 


Η μελοποίηση του ποιήματος

Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.

Τον Σεπτέμβριο του 1960 ο Σύλλογος Κρητών Σπουδαστών παρουσίασε τα τραγούδια του «Επιταφίου» σε δημόσια εκδήλωση στην οποία εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, μίλησαν και οι Μάνος Χατζιδάκις και Φοίβος Ανωγειανάκης.

Στην ομιλία του ο Μίκης θα χαρακτηρίσει την εκτέλεση του «Επιταφίου» με την Μούσχουρη ως έναν «Επιτάφιο» λυρικό, επιτάφιο αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιό.

Και θα προσθέσει: « Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μια άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος - είναι ο νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Κι αν ο πρώτος «Επιτάφιος» είναι λυρικός και επιθαλάμιος, ο δεύτερος είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά.

Η ηχογράφηση του «Επιταφίου» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, άλλαξε την πορεία της ελληνικής μουσικής. Αυτή η ηχογράφηση προκάλεσε μεγάλη συζήτηση με εκτενή αρθογραφία, άλλοι υπέρ, άλλοι κατά, και άλλοι σε κατάσταση αναμονής. Η «πέτρα του σκανδάλου» ήταν βέβαια η χρησιμοποίηση μπουζουκιού. (...)

Η ταύτιση του ποιητή με τον λαό και την Ιστορία

Ο «Επιτάφιος» όχι μόνο άντεξε στο χρόνο, καθώς εξορίστηκε και αυτός μαζί με τον ποιητή, υπέστη διώξεις και απαγορεύθηκε, αλλά εξακολουθεί να συγκινεί, να τραγουδιέται και κυρίως να αφυπνίζει συνειδήσεις.

Ο «Επιτάφιος» στα 20 τραγούδια του εμπεριέχει το απόσταγμα αιώνων πολιτισμού που άνθισε σε αυτήν εδώ τη γη.

«Είναι η ταύτιση του ποιητή με τον ίδιο το λαό, την Ιστορία, η συμμετοχή, το ίδιο αίσθημα. Επήγαζε όχι από μια ατομική ιδιορρυθμία, από μια ατομική έστω αναγκαιότητα, αλλά από μια καθολική αναγκαιότητα», θα πει για τον «Επιτάφιο» ο ποιητής.

Τεράστιο ρόλο, διαδραμάτισε βέβαια η μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη.

Έχει όμως σημασία η άποψη του Γιάννη Ρίτσου για τη μελοποίηση. «Το ποίημα, μέσω της μουσικής πήγε και βρήκε τους ανθρώπους, στο τραπέζι τους, στο κρεβάτι τους, την ώρα που έκαναν έρωτα, την ώρα που τρώγανε, που πίνανε, που χορεύανε, που διασκέδαζαν, που γλεντούσαν. Και οι στίχοι έμειναν. Μαζί με το κρασί τους, μαζί με το ψωμί τους έγιναν ένα. Έγιναν τροφή αισθημάτων, τροφή ψυχής, τροφή πνεύματος. Ταυτόχρονα. Στην αρχή βέβαια είχα πολλές επιφυλάξεις. Έλεγα, μα αυτή η ιερή λειτουργία, αυτός ο θρήνος και ο ύμνος για την εργατική τάξη θα ακούγεται εκεί που βωμολοχούνε, που τρών, που τσιμπιούνται, που φιλιούνται; Είχα άδικο. Εκεί έπρεπε να πάει. Και εκεί τους βρήκε και εκεί τους δόθηκε, τους προσφέρθηκε και προσφέρθηκαν κι αυτοί στο ποίημα μαζί με την μουσική. Το ήπιαν το ποίημα, το έφαγαν».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ 

Σχετικές αναρτήσεις:
Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη (1.5.2012)
Η ιστορία της Πρωτομαγιάς όπως πραγματικά συνέβη (1.5.2017)
Η Πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (1.5.2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου