5 Νοεμβρίου 2021

Γ. Στουρνάρας: Άνω του 3% η μέση ετήσια ανάπτυξη της χώρας στη δεκαετία

Ένταση επενδύσεων, επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομική πειθαρχία, ώστε να δοθεί λύση στη διαχείριση του ελληνικού χρέους, συστήνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε μια εφ’ όλης της ύλης, αποκλειστική, συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική». Ο ίδιος προβλέπει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί φέτος έως και πάνω από 7,2%, ότι το 2022 θα ενισχυθεί 5% και σε βάθος δεκαετίας θα παρουσιάσει κατά μέσο όρο αύξηση άνω του 3%. Όσο για τις πληθωριστικές πιέσεις, τις χαρακτηρίζει προσωρινές και εκτιμά ότι από το 2022 θα αρχίσει η εκτόνωσή τους.

Ειδικότερα, ο Γ. Στουρνάρας ορίζει ως βασικές συνιστώσες ενίσχυσης του ΑΕΠ την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, βασίζει, δε, τις προβλέψεις του για ισχυρή ανάπτυξη στις επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά κυρίως στην αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Μιλώντας για τη δυναμική του ελληνικού χρέους, τη χαρακτηρίζει έντονα πτωτική δεδομένης της απόσυρσης των μέτρων στήριξης, της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της ανάκαμψης και εκτιμά ότι φέτος το χρέος θα διαμορφωθεί χαμηλότερα του 200% του ΑΕΠ. «Μάλιστα, η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ έχει ήδη ξεκινήσει (μείωση κατά 6,1 ποσοστιαίες μονάδες το πρώτο εξάμηνο του 2021, από 206,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020), λόγω της επίδρασης του παρονομαστή, και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε επίπεδο κάτω από το 200% του ΑΕΠ το 2021» τονίζει. Προσθέτει, δε, πως η ευνοϊκή σύνθεση του χρέους, η μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής του και το γεγονός ότι συντριπτικό ποσοστό του είναι με σταθερό και χαμηλό επιτόκιο, το καθιστούν ανθεκτικό σε πιθανές μελλοντικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές αρνητικές διαταραχές.

Όμως θεωρεί ότι η διόγκωση του χρέους λόγω της πανδημίας και ο επιπλέον δανεισμός για τη χρηματοδότηση των υψηλών ελλειμμάτων περιορίζουν τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζει καταλυτικό παράγοντα την ένταση των επενδύσεων και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ώστε να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και να εξασφαλιστούν, ταχύτερα, πρωτογενή πλεονάσματα.

Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των επιτοκίων, εκτιμά ότι δεν θα παραμείνουν για πάντα χαμηλά. Ήδη, όπως αναφέρει, παρατηρείται τάση ανόδου τους στη διεθνή σκηνή, ενώ μελλοντικά οι οικονομίες προβλέπεται να αντιμετωπίσουν περισσότερες κρίσεις και, ως εκ τούτου, καλούνται να γίνουν ανθεκτικότερες σε αρνητικές διαταραχές, με τους κρατικούς προϋπολογισμούς να ισοσκελίζονται διαχρονικά.

Αναφερόμενος στο Ταμείο Ανάκαμψης, χαρακτηρίζει αναγκαία τη σωστή αξιοποίησή του και θεωρεί ότι αποτέλεσε ένα έμπρακτο παράδειγμα «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, διαφύλαξης της πορείας σύγκλισης των κρατών-μελών και, πιθανόν, ένα πρώτο σημαντικό βήμα προς μια δημοσιονομική ένωση με την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους». Όπως σημειώνει: «Αν θέλουμε να υπάρξουν επακόλουθα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, οι χώρες θα πρέπει να επιδείξουν δημοσιονομική υπευθυνότητα».

Σχολιάζοντας το ζήτημα των ανατιμήσεων εκτιμά ότι η παγκόσμια πληθωριστική διαταραχή θα έχει προσωρινό χαρακτήρα και ότι η αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα εξαλειφθεί σταδιακά, ενδεχομένως εντός του 2022 και ειδικότερα στη Ζώνη του ευρώ, αναμένει επιβράδυνση του πληθωρισμού το 2022 και το 2023 μείωση του ρυθμού του κάτω από το 2%, ενώ εξηγεί γιατί ο «διευκολυντικός χαρακτήρας» της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ παραμένει ενδεδειγμένος.

Για την Ελλάδα προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί φέτος σε επίπεδα λίγο πάνω από το μηδέν κατά μέσο όρο, ενώ μιλώντας για το Δ.Σ. της ΕΚΤ τονίζει ότι θα συνεχίσει να αντιδρά με ευελιξία σε κάθε πιθανή πρόκληση για σταθερότητα των τιμών.

Για τα κόκκινα δάνεια προτρέπει τις εταιρείες διαχείρισης να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης σε πιστούχους ή πιο αποτελεσματική διαχείριση του ενεχύρου, ώστε να διευκολυνθούν να επανέλθουν στην παραγωγή. «Όσον αφορά τώρα τα κόκκινα δάνεια: από το μέγιστο ύψος των περίπου 107 δισ. ευρώ όπου είχαν ανέλθει τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) τον Μάρτιο του 2016 -με τον δείκτη ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να προσεγγίζει το 50%-, στο τέλος Ιουνίου 2021, το ύψος των ΜΕΔ που βρίσκονται στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων (σε ατομική βάση) υποχώρησε σημαντικά σε 29,4 δισ. ευρώ και ο δείκτης ΜΕΔ σε 20,3%. Όμως, το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει, δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών στους επενδυτές. Για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να μπορέσουν οι εταιρείες διαχείρισης, οι NPLs Servicers, να διαχειριστούν όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται το απόθεμα των ΜΕΔ που έχουν αναλάβει» αναφέρει.

Σχετικά με τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ για τη δανειοδότησή τους τονίζει ότι η συμβολή των προσφερόμενων χρηματοδοτικών εργαλείων επιμερίζει τον κίνδυνο μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου/χρηματοδοτικού φορέα, συμβάλλοντας στη μείωση του αναλαμβανόμενου από τις τράπεζες πιστωτικού κινδύνου και στη βελτίωση των όρων δανεισμού για τους τελικούς δανειολήπτες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές του διοικητή της ΤτΕ και για την ιδιωτική ασφάλιση. Όπως υπογραμμίζει, η Πολιτεία καλείται να αναγνωρίσει ότι ο ιδιωτικοοικονομικός χαρακτήρας του ασφαλιστικού κλάδου όχι μόνο δεν αντίκειται στο κοινωνικό όφελος, αλλά μπορεί να έχει σημαντική συμβολή στη δημιουργία πλούτου για την οικονομία. Χαρακτηρίζει ευπρόσδεκτη τη θέσπιση κινήτρων για ταχύτερη ανάπτυξη του κλάδου, φέρνοντας ως παράδειγμα το ζήτημα της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών, όπου μία τέτοια εξέλιξη θα ωφελούσε τους πληγέντες ασφαλισμένους και τον κρατικό προϋπολογισμό και θα ελευθέρωνε πόρους για παραγωγικές επενδύσεις.

Τέλος, σχολιάζοντας τη διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος δεν αποκλείει συγχωνεύσεις μεταξύ ελληνικών μη συστημικών τραπεζών, σε συνδυασμό με την περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών τους.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο:
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ ΣΤΗ «Ν
Άνω του 3% η μέση ετήσια ανάπτυξη της χώρας στη δεκαετία

Πηγή: naftemporiki.gr

-Advertisement-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου