15 Αυγούστου 2023

Καλοκαίρι στη Λούτσα!

Μια βόλτα στην περιοχή που έχει δώσει καλοκαιρινή διέξοδο σε χιλιάδες Αθηναίους και μοιάζει να αλλάζει πρόσωπο κάθε δεκαετία. 
Από ένα αφιέρωμα στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής, ένα απόσπασμα στη συνέχεια:

(...) Τα τελευταία χρόνια, η Λούτσα (διοικητική ονομασία: Αρτέμιδα) έχει εκτοξευθεί: ο κόσμος συρρέει τα καλοκαίρια και αρκετοί, πια, δεν φεύγουν τον χειμώνα, ειδικά μετά τον κορωνοϊό. Παλιά εξοχικά ανακαινίζονται, πολλά μετατρέπονται σε μόνιμες κατοικίες, άλλα προσφέρονται για βραχυχρόνια μίσθωση – το Airbnb είναι γεμάτο «φωτεινά διαμερίσματα κοντά στην παραλία» της περιοχής. Παίζει ρόλο σε αυτό βέβαια και το ότι οι απλησίαστες τιμές στα περισσότερα νησιά έχουν οδηγήσει πολλούς στην αναζήτηση πιο προσιτών λύσεων, με πρόσβαση στη θάλασσα. 

Κάποιοι από τους μόνιμους είναι ευχαριστημένοι από την οικονομική ανάταση που έχει φέρει η καινούργια κατάσταση. Άλλοι διαμαρτύρονται για την έλλειψη υποδομών που καθιστά τη συνύπαρξη τόσων ανθρώπων προβληματική. Μάλιστα, οι απόψεις όχι απλώς διίστανται, αλλά συχνά διαπλέκονται: «Όλοι λίγο πολύ ξέρουμε τα στραβά της Λούτσας που παλεύει να γίνει Αρτέμιδα…» παρατηρεί κάποιος...

Η δόμηση δεν διαφέρει και πολύ από τις περισσότερες επαρχιακές ελληνικές κωμοπόλεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη αρχιτεκτονικής ομοιομορφίας (ανύπαρκτη) και αισθητικής (υποκειμενικά είναι αυτά, αλλά ας πούμε αμφιλεγόμενη). Και όμως, η Λούτσα την πληρώνει από άποψη φήμης και μέσα στα χρόνια για κάποιους έγινε συνώνυμο της «μπας κλας» εξοχής...

Τη δεκαετία του ’60, σχεδόν σε όλη την περιοχή πίσω μας, που τώρα είναι γεμάτη μαγαζιά και κατοικίες, αφθονούσαν τα αμπέλια, όπως και σε όλα τα Μεσόγεια. Τα σπίτια ήταν λιγοστά και ζήτημα να ζούσαν 30-40 οικογένειες...

Ο Ξυπόλυτος και ο Τσιτσάνης: 
Ψαράς ήταν και ο παππούς της Ελένης Αραπάκη, εγγονής του θρυλικού Ξυπόλυτου, που άνοιξε την ομώνυμη ταβέρνα στα σύνορα με Ραφήνα. Εκεί, πάνω στο κύμα, ο χρόνος λες και έχει σταματήσει στην εποχή που ο παππούς της, ο δωδέκατος από δώδεκα αδέρφια –όλοι ψαράδες–, πήγαινε ψαρόσουπα στον Τσιτσάνη, που ήταν φίλοι, και η πίστα άδειαζε από κόσμο για να χορέψει ο καπετάνιος, χωρίς παπούτσια, το «καπεταναίικο». Το καΐκι έβγαζε ψάρι, το τηγάνι έπιανε δουλειά, οι φίλοι ζητούσαν «ένα μπαρμπουνάκι στη φωτιά» και κάπως έτσι το σπίτι έγινε μαγαζί – «σπιτομάγαζο» όπως λέει η Ελένη. Αυτοί οι φίλοι που μαζεύονταν στη Λούτσα δεν ήταν άλλοι από τον Τσιτσάνη, τον Κωνσταντάρα, την Μπέλλου, που της εμφάνιζαν δήθεν τυχαία μια κιθάρα στο διπλανό τραπέζι, για να την παρασύρουν να τους τραγουδήσει. Μισό αιώνα μετά, ο πατέρας της και ο θείος της κρατάνε τα μυστικά του καλού ψαριού στην κουζίνα και η Ελένη με τον αδερφό της έχουν αναλάβει τα υπόλοιπα, θέλοντας να κρατήσουν όλα όσα έδωσαν στο μαγαζί τον χαρακτήρα του. Γι’ αυτό και έξω στα χαλίκια, κάτω από τα αλμυρίκια, δεν χρειάζεται να κλείσεις τα μάτια για να ταξιδέψεις στον χρόνο...

Σταδιακά, η δόμηση άρχισε να πυκνώνει, με απόγειο τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε Αθηναίοι αλλά και κάτοικοι άλλων περιοχών της Ελλάδας άρχισαν να συρρέουν στη Λούτσα. «Τότε ήταν που είχαν άνθηση τα αυθαίρετα»...

Περίπου την ίδια εποχή, ο πατέρας του Δημήτρη Καγιόπουλου είχε την ιδέα να μετατρέψει ένα παλιό τρόλεϊ σε καφέ πάνω στην παραλία. Το παλιό όχημα είχε μπροστά του μόνο τραπέζια και καρέκλες και σέρβιρε τους λουομένους κάτω από ομπρέλες. Στην πορεία αγοράστηκε το απέναντι οικόπεδο, το μαγαζί επεκτάθηκε. Μαζί του μεγάλωνε και η Λούτσα, αφού στις αρχές του 2000 η Αττική Οδός και το νέο αεροδρόμιο στα Σπάτα άλλαξαν για ακόμη μία φορά τα χαρακτηριστικά της...

Η περιοχή έχει μετατραπεί από παραθεριστικό προορισμό περιορισμένης εμβέλειας σε μια κωμόπολη πλήρους λειτουργικότητας. Εξάλλου, τα τελευταία πέντε χρόνια η θάλασσα έχει καθαρίσει πολύ, ενώ ο τουρισμός έχει αυξηθεί κατακόρυφα...

Η μεγάλη, όμως, διαφορά είναι τον χειμώνα. Πλέον υπάρχουν τόσοι μόνιμοι κάτοικοι, που όλα τα μαγαζιά της περιοχής, κάποτε εποχικά, παραμένουν ανοιχτά όλο τον χρόνο...

Αφού ψηφίζουν αλλού… Η αγορά έχει μεγαλώσει, η ζήτηση έχει αυξηθεί, τα μαγαζιά είναι γεμάτα. Όμως οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η έλλειψη υποδομών δυσχεραίνει την καθημερινότητά τους. Το πολεοδομικό σχέδιο μοιάζει ανύπαρκτο (καμία πρωτοτυπία εδώ), τα σπίτια έχουν ακόμα βόθρους που χρειάζονται άδειασμα κάθε 15 ημέρες, οι δρόμοι είναι φτιαγμένοι άτσαλα και γεμάτοι λακκούβες, και υπάρχουν προβλήματα με τον ηλεκτροφωτισμό. Ορισμένοι, ακόμα, διαμαρτύρονται για τον ήχο των αεροπλάνων, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες που είναι αυξημένη η κίνηση.

Και όλα αυτά ενώ, όπως λένε οι κάτοικοι, τα δημοτικά τέλη που καλούνται να πληρώσουν είναι από τα υψηλότερα όχι απλώς στην Αττική, αλλά και στην Ελλάδα. Πολλοί συμφωνούν ότι, αν όλοι όσοι έμεναν στην περιοχή μετέφεραν εκεί τα εκλογικά τους δικαιώματα, η πίεση θα ήταν μεγαλύτερη...

Πηγή: kathimerini.gr
Φωτογραφίες: Περικλής Μεράκος 

Κάποιες σχετικές παλαιότερες αναρτήσεις μας:
Στις Παραλίες της Αρτέμιδας Ι (9.3.2014)
Στις Παραλίες της Αρτέμιδας ΙΙ Βραυρώνα 
(15.3.2014)
Στον Υγρότοπο Βραυρώνας (16.3.2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου