19 Ιουλίου 2019

DW: Όταν η πολιτική υποθάλπει τον ρατσισμό

Συχνά πλέον πολιτικοί επιστρατεύουν ρατσιστικές και ξενοφοβικές κορώνες ως μέσο νομιμοποίησης ακροδεξιών αντιλήψεων. Υπάρχουν όμως τρόποι αντιμετώπισης και τα κόμματα φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη. 
Από τη Deutsche Welle:

Την Κυριακή ο αμερικανός πρόεδρος Τραμπ έγραψε στο twitter ότι είναι ενδιαφέρον, πώς γυναίκες πολιτικοί που συγκαταλέγονται στους «προοδευτικούς» Δημοκράτες και προέρχονται από χώρες με διεφθαρμένες και ανίκανες κυβερνήσεις, θέλουν να εξηγούν πώς πρέπει να λειτουργεί η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Με αυτή τη δήλωση «φωτογραφίζει» μια ομάδα μαύρων γυναικών του κοινοβουλίου, από τις οποίες η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ είναι μάλλον η πιο γνωστή. Μάλιστα τη Δεύτερα ο αμερικανός πρόεδρος έσπευσε να συμπληρώσει, πάλι μέσω twitter: «Μισούν τη χώρα μας. Αν δεν τους αρέσει, μπορούν να φύγουν». Δεν πρόκειται για το πρώτο ρατσιστικό παραλήρημα του Τραμπ και ούτε είναι ο μόνος πολιτικός που χρησιμοποιεί ρατσιστικό λεξιλόγιο. 

Η Άλις Βάιντελ, επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του γερμανικού δεξιού λαϊκιστικού AfD είχε καταφερθεί εναντίον μεταναστών με τους χαρακτηρισμούς «μαντηλοφορούσες, μαχαιροβγάλτες και λοιποί ανίκανοι» ενώ ο ιταλός υπουργός Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι μιλώντας για πρόσφυγες που διασώθηκαν στη θάλασσα έκανε λόγο για «ανθρώπινο κρέας». 

Οι βουλευτές που φωτογραφίζει ο Τραμπ με τις ρατιστικές του δηλώσεις

Οι συνέπειες

Ο ρατσιστικός λόγος έχει συνέπειες και ιδιαίτερα όταν προέρχεται από πρόσωπα με πολιτικό στάτους. «Όταν οι πολιτικοί εκφράζονται ρατσιστικά, τότε κατ’ αρχήν νομιμοποιούν αυτές τις θέσεις» δηλώνει ο επικοινωνιολόγος Κάρστεν Ράινεμαν από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο ίδιος πιστεύει ότι υπάρχει κίνδυνος οι επαναλαμβανόμενες ρατσιστικές δηλώσεις να σταματήσουν να προκαλούν αίσθηση. «Υπό προϋποθέσεις οι ρατσιστικές αντιλήψεις μπορούν να νομιμοποιηθούν, όπως και οι πολιτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτές: περιθωριοποίηση, άνιση μεταχείριση και διάκριση». 

Τα κίνητρα των δεξιών λαϊκιστών είναι ξεκάθαρα, όπως επισημαίνει ο Αντρέας Τσικ από το πανεπιστήμιο του Μπίλεφελντ: «Οι προκλήσεις έχουν στόχο να δώσουν την αίσθηση σε εκείνους που τις ασπάζονται ότι μπορούν επιτέλους να πουν τη γνώμη τους, την οποία μέχρι τότε καταπίεζαν». Ως συνέπεια αυτού οι κανόνες φαίνεται να αλλάζουν. Έρευνες έχουν δείξει ότι άνθρωποι από τον πολιτικό χώρο του κέντρου επηρεάζονται και έχουν μετακινηθεί πιο δεξιά.

Το Παράθυρο Overton

Πώς λειτουργεί όμως αυτή η μετατόπιση των ορίων; Συχνά γίνεται αναφορά στο «Παράθυρο Overton» το οποίο αποτελεί το πλαίσιο των απόψεων για ένα οποιοδήποτε θέμα. Στο λεγόμενο παράθυρο υπάρχει το τμήμα των κοινωνικά αποδεκτών απόψεων μέσα στο οποίο κινείται η πολιτική γραμμή της εποχής. Ο,τιδήποτε εκτός αυτού του παραθύρου θεωρείται ακραίο, προβληματικό, προκλητικό και συχνά αδιανόητο. Όποιος ασπάζεται αυτές τις απόψεις δεν πρόκειται να βρει πολλούς υποστηρικτές. 

Όσο η κοινωνία αλλάζει, τόσο μετακινείται και το παράθυρο. Για τους πολιτικούς είναι αποφασιστικής σημασίας ο τρόπος με τον οποίο αυτό το παράθυρο μπορεί να μεταφερθεί και να επεκταθεί. Όποιος θέλει να υλοποιήσει μια ακραία, αλλά αποδεκτή ακόμη ιδέα, δεν θα πρέπει να ζητά ακριβώς αυτό που θέλει να πετύχει, αλλά να επικοινωνήσει κάτι ακόμη πιο ακραίο. Διότι εάν ακουστούν μια φορά τα αδιανόητα ταμπού τότε οι αμφιλεγόμενες, αλλά αποδεκτές ιδέες φαίνονται πιο μετριοπαθείς.

Στρατηγικές των λαϊκιστών και τρόποι αντιμετώπισης

Μια κλασική στρατηγική των δεξιών λαϊκιστών είναι να αρνούνται τα ρατσιστικά κίνητρα, να εμφανίζονται ως θύματα και να κατηγορούν τους αντιπάλους για ρατσισμό, εξηγεί ο Αντρέας Τσικ. Επίσης συχνά αντιδρούν σχετικοποιώντας προηγούμενες δηλώσεις, ότι δηλαδή «δεν το είπαν ή δεν το εννοούσαν έτσι». Ωστόσο η δήλωση πλέον έχει ειπωθεί και συζητείται. 

Πάντως η Γιούντιτ Ράνερ από το ίδρυμα Αμαντέου Αντόνιο που δραστηριοποιείται κατά της ακροδεξιάς, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, επισημαίνει ότι οι ρατσιστικές δηλώσεις δεν πρέπει να μένουν ασχολίαστες από άλλες παρατάξεις: «Όταν προσπερνά κανείς αυτές τις δηλώσεις, ενισχύει τη νομιμοποίηση προβληματικών εκφράσεων και την αποδοχή τους». 

Ο επικοινωνιολόγος Ράινεμαν εκτιμά ότι οι συντηρητικοί πολιτικοί φέρουν μια ιδιαίτερη ευθύνη, διότι οι πολίτες που ρέπουν προς την άκρα δεξιά, συνεχίζουν ως ένα βαθμό να τους εμπιστεύονται . «Ειδικά αυτοί οι πολιτικοί πρέπει να πάρουν θέση απέναντι στον ρατσισμό και την περιθωριοποίηση και να πουν: ‘Ναι είμαστε συντηρητικοί, αλλά αυτό δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με τον ρατσισμό'». 

Ούτα Στάινβερ

Πηγή: Deutsche Welle 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου