11 Φεβρουαρίου 2022

Ερευνα: Το Facebook «δέσμιο» τοξικών και ακραίων φωνών

Δέσμιο ενός αριθμητικά περιορισμένου κύκλου υπερδραστήριων «τοξικών» χρηστών, που με τις προσβλητικές αναρτήσεις τους «μολύνουν» όσα βλέπουν πάνω-πάνω στη ροή με τις ενημερώσεις τους και όλοι οι υπόλοιποι χρήστες, είναι το Facebook, όπως σημειώνουν σε σχετικό τους δημοσίευμα ακαδημαϊκοί και ερευνητές, επικαλούμενοι τα στοιχεία σχετικής έρευνας από τις ΗΠΑ.

Επάνω αριστερά: Διαμαρτυρία κατά του Facebook που δεν αναλαμβάνει δράσει κατά των «ακραίων» στις Φιλιππίνες (AP Photo/Bullit Marquez)

Οι ακαδημαϊκοί-ερευνητές Μάθιου Χίντμαν (George Washington University), Ναθάνιελ Λούμπιν (Cornell Tech, άλλοτε συνεργάτης του Μπαράκ Ομπάμα) και Τρέβορ Ντέιβις (πρώην George Washington University) πέρασαν μήνες αναλύοντας την «κίνηση» γύρω από τους 500 λογαριασμούς με το μεγαλύτερο engagement (τα περισσότερα σχόλια, τις πιο πολλές κοινοποιήσεις, τα πιο πολλά likes) από χρήστες του Facebook στις ΗΠΑ, με τα στοιχεία της μελέτης τους, που δημοσιεύθηκε στον ιστοχώρο του περιοδικού the Atlantic, να προέρχονται συγκεκριμένα από το καλοκαίρι του 2020.

Στόχος τους: να κατανοήσουν καλύτερα τους ανθρώπους που «στάζουν δηλητήριο», διαδίδουν ψεύδη, παραπληροφορούν και προωθούν ρητορικές μίσους μέσα από τις σελίδες του συγκεκριμένου κοινωνικού δικτύου με τους συνολικά δισεκατομμύρια χρήστες.

«Ελπίζαμε να μάθουμε πως χρησιμοποιούν την πλατφόρμα και, κυρίως, πως η πλατφόρμα ανταποκρίνεται», σημειώνει η ομάδα του Atlantic, τα αποτελέσματα της έρευνας της οποίας ήταν μάλιστα «χειρότερα» και περισσότερο ανησυχητικά από όσο αρχικά αναμένετο, όπως σημειώνεται.

Το ίδιο το Facebook, με τους σχεδόν 2,9 δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες μηνιαίως, θέλει να τονίζει πόσο ευρύ και πολυσυλλεκτικό είναι, πράγμα που όμως δεν ισχύει, όπως καταγγέλλεται. Κι αυτό διότι όσα προβάλλονται πάνω-πάνω στη ροή (feed) με όσα βλέπουν οι περισσότεροι «ένοικοι» της υπηρεσίας προέρχονται από έναν πολύ πιο περιορισμένο αριθμό χρηστών.

Οι superusers όπως τους ονομάζει το Atlantic, οι χρήστες δηλαδή που είναι υπερβολικά δραστήριοι στο Facebook, καταλήγουν να έχουν τεράστια επιρροή καθορίζοντας σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό ποιες αναρτήσεις θα φαίνονται πρώτες πάνω-πάνω στη ροή (feed) όσων βλέπουν και διαβάζουν όλοι οι υπόλοιποι χρήστες.

Ο αλγόριθμος του Facebook είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να ανταμείβει το engagement, την αλληλεπίδραση δηλαδή και την ανταπόκριση στα διάφορα ποστ. Οι αναρτήσεις, με άλλα λόγια, που «γεννούν» τις πιο πολλές αντιδράσεις, που κοινοποιούνται περισσότερο από άλλες, που «αρέσουν» και που σχολιάζονται περισσότερο (θετικά ή αρνητικά, δεν έχει σημασία) είναι οι αναρτήσεις που καταλήγουν να προωθούνται και από το ίδιο το Facebook.

Ειδικά στις ΗΠΑ ωστόσο, όπως προκύπτει μέσα από την έρευνα του Atlantic, αυτές οι αναρτήσεις τείνουν να είναι και οι περισσότερο προκλητικές, «τοξικές», προσβλητικές.

Ποιο είναι το προφίλ όμως των χρηστών που βρίσκονται πίσω από τις εν λόγω αναρτήσεις; Σύμφωνα με το Atlantic, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για λευκούς άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας που αναρτούσαν ρατσιστικά, σεξιστικά, συνωμοσιολογικά ή ομοφοβικά σχόλια αλλά και fake news με στόχο την παραπληροφόρηση γύρω από όλα τα «αγαπημένα θέματα» των συνωμοσιολόγων τύπου QAnon: τα εμβόλια, τα δίκτυα 5G, τον Μπιλ Γκέιτς, την πανδημία του κορωνοϊού, την εκλογική νοθεία, τη μετανάστευση κ.ά.

«Το να επιτρέπεται σε ένα μικρό σύνολο ανθρώπων που συμπεριφέρονται φρικτά να κυριαρχούν στην πλατφόρμα είναι επιλογή του Facebook και όχι κάτι το αναπόφευκτο», σημειώνουν οι ερευνητές του Atlantic, υποστηρίζοντας πως εάν οι 15.000 διαχειριστές περιεχομένου (content moderators) που απασχολεί το Facebook έκαναν όντως όπως πρέπει τη δουλειά τους, τότε τα τοξικά ποστ θα είχαν περιοριστεί δραστικά με αποτέλεσμα όμως έτσι να περιοριστεί δραστικά και το σχετικό engagement.

«Μάλλον για αυτόν τον λόγο το Facebook σπάνια αναλαμβάνει δράση, ακόμη και κατά των χειρότερων παραβατών. Από τους 150 λογαριασμούς με ξεκάθαρα προσβλητική συμπεριφορά στο δείγμα μας, μόνο επτά είχαν ανασταλεί-μπλοκαριστεί έναν χρόνο αργότερα», καταλήγουν οι τρεις ερευνητές.

Πηγή: kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου