20 Φεβρουαρίου 2018

Ελλάδα - πΓΔΜ: Το χρονικό μιας διένεξης που μετρά 27 χρόνια

από τη «Ναυτεμπορική»

Βελιγράδι, Μάρτιος του 1991. Το Συλλογικό Προεδρείο της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (SFRJ), σε μια θυελλώδη συνεδρίασή του, σε ένα παγωμένο υπόγειο της πρωτεύουσας, αποτυγχάνει να συμφωνήσει σε πρακτικά μέτρα διατήρησης του ενιαίου χαρακτήρα της χώρας, όπως αυτός προέκυψε τον Νοέμβριο του 1943 στο Γιάιτσε της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

Η αποτυχία αυτή επικύρωσε τη θραύση του δεύτερου κρίκου, που διατηρούσε την ενότητα μιας χώρας με έξι Ομόσπονδες Λαϊκές Δημοκρατίες (Σερβία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Μακεδονία) και δύο αυτόνομες περιοχές (Βοϊβοντίνα, Κοσσυφοπέδιο). Η Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας ανήκε πλέον στο παρελθόν.

Είχε προηγηθεί, στις 4 Μαΐου 1980, ο θάνατος του στρατάρχη Γιόζιπ Μπρος Τίτο, του δημιουργού της νέας Γιουγκοσλαβίας. Ήταν ο πρώτος κρίκος που «έσπασε».

Ο τρίτος κρίκος ήταν ο στρατός, αλλά οι εισηγήσεις που υπήρξαν να επιβληθεί η ενότητα διά της στρατιωτικής ισχύος απορρίφθηκαν. Άλλωστε, και οι διεθνείς συνθήκες είχαν αλλάξει δραματικά. Η ΕΣΣΔ δεν υπήρχε πλέον, ο κίνδυνος του Κόκκινου Στρατού και ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ανάμνηση.

Μια αδιανόητη σύγκρουση στην καρδιά της Ευρώπης

Ό,τι ακολούθησε τη συνεδρίαση του Μαρτίου 1991 είναι το χρονολόγιο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και το χρονικό της ανάδυσης καταστροφικών εθνικισμών, που οδήγησε σε αιματηρούς εμφύλιους. Σχεδόν όλη τη δεκαετία του ‘90 η ευρωπαϊκή, αλλά και η παγκόσμια, κοινή γνώμη μάθαινε να συλλαβίζει τα ονόματα πρωταγωνιστών μιας αδιανόητης σύγκρουσης στην καρδιά της Ευρώπης: Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, Μπόρισλαβ Γιόβιτς, Στίπε Μέσιτς, Φράνιο Τούτζμαν, Μίλαν Κούτσαν, Αλία Ιζετμπέγκοβιτς, Ράντοβαν Κάρατζιτς, Ράτκο Μλάντιτς, Λάζαρ Μοΐσοφ, Κίρο Γκλιγκόροφ, Βασίλ Τοπουρκόφσκι.

Η οριστικοποίηση της διάλυσης της χώρας θα επικυρωθεί τον Νοέμβριο του 1995, με τη Συνθήκη στο Ντέιτον του Οχάιο των ΗΠΑ.

Η ΕΟΚ των «12», αιφνιδιασμένη -για άλλη μια φορά- από τις εξελίξεις στον αυλόγυρό της, επέλεξε να ενθαρρύνει μια διαδικασία «σχεδιασμένης διάλυσης» μιας χώρας με κεντρική θέση και ρόλο στην ανατολική περίμετρό της.

Στις 15 Ιουνίου 1991 η Κροατία και 10 ημέρες μετά, στις 25 Ιουνίου, η Σλοβενία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την Σ.Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, το 65% των πολιτών ενέκρινε σε δημοψήφισμα την ανεξαρτησία της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από τη Γιουγκοσλαβία, ανοίγοντας έτσι μια νέα φάση του «Μακεδονικού», που 27 χρόνια μετά αναζητεί τη λύση του.

Το μοιραίο συμβούλιο ΥΠΕΞ της ΕΟΚ

Καθοριστική στιγμή στην εξέλιξη του ζητήματος, στην αφετηρία του ακόμη, ήταν η συνεδρίαση του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ το βράδυ της 16ης προς την 17η Δεκεμβρίου 1991. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίντριχ Γκένσερ, με την αυτοπεποίθηση μιας χώρας που είχε ενοποιηθεί μόλις έναν χρόνο πριν, ανακοίνωσε -και τελικώς επέβαλε στους υπόλοιπους- την απόφαση της κυβέρνησής του να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Σλοβενίας, της Κροατίας, αλλά και της «Μακεδονίας».

Γι’ αυτήν την τελευταία, η Κοινή Θέση των «12» της 17ης Δεκεμβρίου, αναφέρει: «Η Κοινότητα και τα κράτη-μέλη της ζητούν επίσης από τη γιουγκοσλαβική δημοκρατία να αναλάβει την υποχρέωση, πριν αναγνωριστεί, να δώσει συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις που θα εξασφαλίζουν ότι δεν έχει καμία εδαφική διεκδίκηση έναντι γειτονικής χώρας μέλους της Κοινότητας και να μην προβαίνει σε εχθρικές δραστηριότητες προπαγάνδας κατά γειτονικής χώρας μέλους της Κοινότητας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χρησιμοποίηση ονομασίας που συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις».

Η γενικόλογη αυτή θέση, με την επανάληψη και επισήμανση βασικών αρχών του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, αυτονόητων για κάθε κρατική οντότητα που θέλει να αποτελεί μέλος της Παγκόσμιας Κοινότητας, παρουσιάστηκε από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά, ως «ελληνική επιτυχία» και υιοθέτηση των ελληνικών απόψεων από τους κοινοτικούς εταίρους.

Οι εκτιμήσεις του Γεωργίου Ράλλη

Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, λίγα χρόνια μετά, θα αποτυπώσει στο βιβλίο του, «Εις ώτα μη ακουόντων», τις εκτιμήσεις του από εκείνες τις ημέρες: «Στις 17 Δεκεμβρίου 1991, ακούοντας από το ραδιοσταθμό “Σκάι” τις απαντήσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών… αισθάνθηκα τύψεις για την παλαιότερη αμφισβήτηση εκ μέρους μου των ικανοτήτων του κ. Α. Σαμαρά» (σελ. 30). Και θα συνεχίσει ο Γ. Ράλλης: «Μια ημέρα αργότερα, όταν είδα την απόφαση, διαπίστωσα ότι, σε αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις του κ. Σαμαρά, η απόφαση εκείνη δεν εξασφάλιζε, δυστυχώς, την αποφυγή ονομασίας με τη λέξη “Μακεδονία”… Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου της αποφάσεως με έπεισε ότι ο χειρισμός του Έλληνα υπουργού των Εξωτερικών ήταν εντελώς λανθασμένος» (σελ. 31).

Αυτός ο «λανθασμένος χειρισμός» συμπληρώθηκε με ένα ακόμη λάθος, όταν η Αθήνα συμφώνησε να ασχοληθεί με την υπόθεση αναγνώρισης και της «Μακεδονίας» η Επιτροπή Διαιτησίας που είχε συγκροτήσει η ΕΟΚ, με πρόεδρο τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης της Γαλλίας -και τότε πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου- Ρομπέρ Μπαντιντέρ.

Στην Επιτροπή μετείχαν επίσης οι πρόεδροι των Συνταγματικών Δικαστηρίων των Γερμανίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Βελγίου. Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεν ζήτησε να μετάσχει στην Επιτροπή, ούτε άσκησε veto ως προς την αρμοδιότητά της να γνωματεύσει για τη «Μακεδονία», έσπευσε εκ των υστέρων να υποδείξει τον αντιπρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας Μιχάλη Δεκλερή, ο οποίος δεν έγινε δεκτός καθώς στη σύνθεση της Επιτροπής μετείχαν μόνο πρόεδροι Συνταγματικών Δικαστηρίων ή Συμβουλίων της Επικρατείας.

Όπως γράφει ο Γ. Ράλλης, «ο κ. Μητσοτάκης όμως, για λόγους καθαρά κομματικούς, δεν επιθυμούσε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα ο πρόεδρος κ. Βασίλης Μποτόπουλος… Δεν νομίζω ότι υπάρχει παρόμοιο προηγούμενο υπουργοί Εξωτερικών ή πρωθυπουργοί οποιασδήποτε ελληνικής κυβερνήσεως να απεμπόλησαν το δικαίωμα της χώρας να διορίσει εκπρόσωπό της σε διεθνή οργανισμό, όταν επρόκειτο να συζητηθεί σε αυτόν εθνικό μας θέμα» (σελ. 32).

Ερήμην Έλληνα εκπροσώπου, η Επιτροπή Μπαντιντέρ, αγνοώντας πλήρως τα προφανή στοιχεία του έντονου αλυτρωτισμού, εθνικισμού και της προπαγάνδας στο Σύνταγμα και τη συμπεριφορά των Σλαβομακεδόνων αξιωματούχων, αποφάνθηκε στις 15-1-1992 ότι «η Δημοκρατία της Μακεδονίας ικανοποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναγνώριση νέων κρατών στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, ως και της δηλώσεως περί Γιουγκοσλαβίας, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 16-12-1991».

Από την ημέρα εκείνη, η Αθήνα είναι υποχρεωμένη να διαχειρίζεται μια κατάσταση περιορισμού των ζημιών και απωλειών σε ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που έχει προσλάβει τις διαστάσεις «εθνικού θέματος».

Ακολουθεί η χρονική αλληλουχία των γεγονότων έως την Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία υπογράφτηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 στη Νέα Υόρκη από τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και τον εκπρόσωπο της πΓΔΜ Στέβο Τσερβενκόφσκι.

ΜΑΡΤΙΟΣ 1991. Το Συλλογικό Προεδρείο της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (SFRJ) αποτυγχάνει να συμφωνήσει σε πρακτικά μέτρα διατήρησης του ενιαίου χαρακτήρα της χώρας, μιας χώρας με έξι Ομόσπονδες Λαϊκές Δημοκρατίες - Σερβία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία- Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, «Μακεδονία». Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η ανάδυση καταστροφικών εθνικισμών, που οδήγησε σε αιματηρούς εμφύλιους, έχουν αρχίσει.

ΙΟΥΝΙΟΣ 1991. Στις 15 Ιουνίου η Κροατία και 10 ημέρες μετά, στις 25 Ιουνίου, η Σλοβενία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από τη Σ.Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας.

8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1991. Το 65% των πολιτών ενέκρινε σε δημοψήφισμα την ανεξαρτησία της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από τη Γιουγκοσλαβία, ανοίγοντας έτσι μια νέα φάση του «Μακεδονικού», που 27 χρόνια μετά αναζητεί τη λύση του. 

17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1991. Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίντριχ Γκένσερ (φωτογραφία) ανακοίνωσε -και τελικώς επέβαλε στους υπόλοιπους- την απόφαση της κυβέρνησής του να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Σλοβενίας, της Κροατίας, αλλά και της «Μακεδονίας». Η γενικόλογη Κοινή Θέση των «12» παρουσιάσθηκε από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά ως «ελληνική επιτυχία» και υιοθέτηση των ελληνικών απόψεων από τους κοινοτικούς εταίρους.

9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1992. Τα Σκόπια υποβάλλουν αίτημα ένταξης στον ΟΗΕ, ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1992. Η αρμόδια επιτροπή Διαιτησίας της ΕΟΚ (επιτροπή Μπαντιντέρ), ερήμην Έλληνα εκπροσώπου και αγνοώντας πλήρως τα προφανή στοιχεία του έντονου αλυτρωτισμού, εθνικισμού και προπαγάνδας στο Σύνταγμα και τη συμπεριφορά των σλαβομακεδόνων αξιωματούχων, αποφάνθηκε ότι «η Δημοκρατία της Μακεδονίας ικανοποιεί τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναγνώριση νέων κρατών στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, ως και της δηλώσεως περί Γιουγκοσλαβίας, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 16-12- 1991». Η Βουλγαρία γίνεται η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα.

14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992. Πραγματοποιείται το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο, με σύνθημα «Η Μακεδονία είναι Ελληνική» στη Θεσσαλονίκη

17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992. 
Ο Πορτογάλος ΥΠΕΞ παρουσιάσει στο Συμβούλιο Υπουργών την πρότασή του για την αναγνώριση των Σκοπίων, με σύνθετη ονομασία, αλλά και ικανοποίηση των άλλων προϋποθέσεων (Σύνταγμα, προπαγάνδα κ.λπ.).

18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992. Συνέρχεται, υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών (Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Δαμανάκη, Παπαρήγα) και αποφασίζει να μη δεχθεί τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγό του στη ονομασία της γείτονος. Δεν συμφωνεί η Αλέκα Παπαρήγα, ενώ αποπέμπεται από την κυβέρνηση ο Αντώνης Σαμαράς.

12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1992. Η απόφαση να μη γίνει δεκτός ο όρος «Μακεδονία» ή παράγωγό του στην ονομασία της γείτονος επιβεβαιώνεται και σε νέα σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.

14 ΙΟΥΝΙΟΥ 1992. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπαινίσσεται σύνθετη ονομασία, χωρίς να υπάρξει συνέχεια.

27 ΙΟΥΝΙΟΥ 1992. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισαβόνα αποφασίζει ότι τα Σκόπια θα αναγνωρισθούν μόνον εάν στην ονομασία τους δεν υπάρχει ο όρος «Μακεδονία».

ΙΟΥΛΙΟΣ 1992. Στα Σκόπια, ο Κίρο Γκλικόροφ προσθέτει ένα ακόμη «αγκάθι» και καθιερώνοντας σημαία της χώρας του με τον Ήλιο της Βεργίνας διευρύνει το πεδίο της αντιπαράθεσης με την Ελλάδα.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1992. 
Εν όψει των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπιλ Κλίντον διαβεβαιώνει ότι δεν θα αναγνωρισθούν τα Σκόπια με όνομα «Μακεδονία». Ο Βρετανός πρέσβης Ο’Νιλ, που παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Πορτογάλο Πινέιρο, επαναφέρει την επιλογή της σύνθετης ονομασίας. Στην Αθήνα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξετάζει το ενδεχόμενο της «διπλής ονομασίας», προκειμένου να αποτραπεί το να επιβληθεί το «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1992. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Εδιμβούργο επιβεβαιώνει την απόφαση του αντίστοιχου της Λισαβόνας και καλεί τις δύο χώρες να βρουν λύση. 

7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1993. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με την απόφαση 817/1993, αποδέχεται την ένταξη της γείτονος στα Ηνωμένα Έθνη με το όνομα πΓΔΜ και χωρίς σημαία, ενώ με την απόφαση 845/1993 υποδεικνύει στις δύο χώρες να συμφωνήσουν σε κοινά αποδεκτή ονομασία, διορίζοντας μεσολαβητές τον Σάιρους Βανς (φωτογραφία), εκ μέρους του γ.γ του ΟΗΕ, και τον Ρόμπερτ Όουεν, εκ μέρους της ΕΟΚ.

14 ΜΑΪΟΥ 1993. 
Οι μεσολαβητές υποβάλλουν σχέδιο λύσης, με το όνομα «Νέα Μακεδονία-Nova Makedonija». Η πρόταση απορρίπτεται από την Αθήνα. Τα Σκόπια δέχονται να αλλάξουν τη σημαία τους.

10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1993. Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές και παγώνει κάθε διαπραγμάτευση εκτός του πλαισίου του ΟΗΕ.

13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1993. Η Κίνα είναι η πρώτη μεγάλη δύναμη που αναγνωρίζει τα Σκόπια ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1993 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1994. Τα μέλη της Ε.Ε. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία και Δανία αναγνωρίζουν τη γειτονική χώρα ως πΓΔΜ. Το ίδιο πράττουν οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, αλλά χωρίς να συνάψουν και διπλωματικές σχέσεις.

16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1994. 
Η ελληνική κυβέρνηση επιβάλλει εμπάργκο στη γειτονική χώρα.

ΜΑΡΤΙΟΣ 1994. Ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ορίζει τον Μάθιου Νίμιτς ως ειδικό απεσταλμένο του για το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ.

29 ΙΟΥΝΙΟΥ 1994. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της Ελλάδας που είχε καταθέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το εμπάργκο διατηρείται.

ΤΕΛΗ 1994 - ΑΡΧΕΣ 1995. Παρατηρείται έντονη κινητικότητα εκ μέρους του ΟΗΕ και των ΗΠΑ - εμπλέκεται και ο αν. ΥΠΕΞ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ- για τη λύση του ζητήματος.

1 ΙΟΥΝΙΟΥ 1995. 
Ο Σάιρους Βανς και Μάθιου Νίμιτς υποβάλλουν την 1η Ιουνίου 1995 σχέδιο για μια Ενδιάμεση Συμφωνία.

4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1995. 
Ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ από τα Σκόπια και ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Τόμας Μίλερ ανακοινώνουν τη συμφωνία των δύο κυβερνήσεων - Ελλάδας και πΓΔΜ- για μια Ενδιάμεση Συμφωνία και απευθείας συνομιλίες μεταξύ των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, στις 12 Σεπτεμβρίου, παρουσία του γ.γ. του ΟΗΕ Μπούτρος-Μπούτρος Γκάλι.

13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1995. Υπογράφεται στη Νέα Υόρκη από τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και τον εκπρόσωπο της πΓΔΜ Στέβο Τσερβενκόφσκι η Ενδιάμεση Συμφωνία.

Πηγή: naftemporiki.gr όπου μπορείτε να διαβάσετε και ολόκληρη την 
Ενδιάμεση Συμφωνία. Το άρθρο είναι του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου