21 Μαρτίου 2022

Τ. Γιαννίτσης: Γεωστρατηγική και οικονομία

Άρθρο του Τάσου Γιαννίτση* στην «Καθημερινή» (απόσπασμα):

«Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, πολλές βεβαιότητες και δεδομένα ανατράπηκαν, δημιουργώντας και στη χώρα ένα νέο κλίμα ανασφάλειας. Οι προσδοκίες ότι οι καταστροφικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ακολουθούνταν ήδη από ένα θρίαμβο επιστροφής μας σε συνθήκες προ κρίσης, αναγκαστικά αναβάλλονται. (…)

Σήμερα, αναδεικνύονται οι διαστάσεις μιας άλλης, πολύ πιο σύνθετης και, κυρίως, δύσκολης πραγματικότητας: τα ενεργειακά μαζί με τα γεωπολιτικά, τα οικονομικά, τα κοινωνικά, τα πολιτικά, σε συνδυασμό με ή χωρίς τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. (…)

Οι κίνδυνοι μιας ισχυρής εξάρτησης της Ευρώπης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας είχαν επισημανθεί στο παρελθόν από τις ΗΠΑ, ενδεχομένως και για λόγους εμπορικών συμφερόντων. Με την εισβολή στην Ουκρανία το πρόβλημα αποκαλύφθηκε. Ετσι, η σημερινή κρίση στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αναζήτηση νέων λύσεων, και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μεταξύ των λύσεων αυτών, οι ενεργειακές πηγές της Ανατ. Μεσογείου αποκτούν μεγαλύτερο βάρος. Ενεργειακές πηγές στην ευρύτερη περιοχή, εκτός από τους παλαιούς παραγωγούς, σημαίνει και Ισραήλ, Αίγυπτο, Ιράν, Τουρκία. Το αν σημαίνει και αγωγό EastMed και Ελλάδα και Κύπρο μένει να φανεί. Το αν θα επηρεάσει άλλα θέματα της Ελλάδας και της Κύπρου και πώς, επίσης. (…)

Το πώς εµείς θα αντιμετωπίσουμε τον νέο αυτό συσχετισμό συμφερόντων και δυνάμεων, στον οποίο τα περιθώρια για αναβολές ή υπεκφυγές θα έχουν συμπιεστεί, είναι μια μεγάλη πρόκληση. (...)

Η πίεση στην Ελλάδα θα συμπέσει με την ανάδειξη πολλαπλών ακόμα εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων. Η κεντρική αδυναμία της χώρας είναι το παραγωγικό της σύστημα. Ολα τα άλλα αποτελούν απόρροια.» (...)

Tι πρέπει να κάνουμε 

«Το ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνουμε με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα. Απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα και σε τέτοιες στιγμές ποτέ δεν είναι απλές. Θα αναφερθώ, επιλεκτικά, στα παρακάτω:

Το πιο σηµαντικό πρόβλημα που πρέπει να ξεπεράσουμε είναι η διαβρωτική αντίληψη που καλλιεργήθηκε συστηματικά, ότι όλα είναι εύκολα, το κράτος είναι εδώ για να εξυπηρετεί κάθε επιθυμία και ιδεοληψία, δεν κάνουμε τίποτα λάθος και αν κάτι πάει στραβά, όπως στην κρίση, φταίνε άλλοι, ότι είμαστε συνεχώς λίγο πριν από την πόρτα του παραδείσου και ότι σοβαρά προβλήματα βλέπουν μόνο αρρωστημένοι εγκέφαλοι, «γεράκια» της Ευρώπης ή του ΔΝΤ ή απόγονοι της Κασσάνδρας – η οποία πάντως ήταν πάντα σωστή στις προφητείες της. Σχεδόν σε όλη τη μεταπολίτευση, η μεγαλύτερη έμφαση, αντί να δοθεί στην παραγωγή, δόθηκε στην κατανάλωση, σε αναδιανεμητικές πολιτικές –συχνά επιφανειακές και πρόσκαιρες–, γενικά σε πολιτικές που με πρόσχημα κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες οδηγούσαν κατά κανόνα σε αναιμικές ή αρνητικές αναπτυξιακές και κοινωνικές επιδράσεις, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν. Αυτά σήμερα κάνουν αναγκαία: α) την επικέντρωση στους σημερινούς και αυριανούς μεγάλους συλλογικούς κινδύνους, β) την εφαρμογή πολιτικών που βελτιώνουν πράγματι το σήμερα και το αύριο της κοινωνίας και γ) τη δυνατότητα αντικειμενικής μέτρησης της αποτελεσματικότητάς τους.

Μια δεύτερη κρίσιμη αλλαγή είναι να σταματήσουμε να σπρώχνουμε στο μέλλον το κόστος των προβλημάτων, που με δική μας ή χωρίς δική μας ευθύνη προκύπτουν. Οι γενιές μας μέσω του δανεισμού πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να ξεφεύγουν από την ανάγκη να πληρώσουν για τα προβλήματα που ξέσπαγαν στις μέρες τους, επιβαρύνοντας επόμενες γενιές. Η λύση αυτή έχει όρια που όταν ξεπεραστούν –και ξεπεράστηκαν– οδηγεί σε εκρηκτικές καταστάσεις. (…)

Μια τρίτη αλλαγή –ίσως η σημαντικότερη– αφορά το παραγωγικό σύστημα. Μακροοικονομικοί χειρισμοί, μεταφορές ευρωπαϊκών πόρων και εισροές βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων (για μετοχές και ομόλογα, για εξαγορές startups ή υφιστάμενων επιχειρήσεων, για αγορές ακίνητης περιουσίας) είναι αναγκαία ή χρήσιμα, αλλά όχι καθοριστικά για την ενίσχυση του παραγωγικού μας υπόβαθρου. Πρόκειται για συναλλαγές που σε πρώτη φάση απλώς αφορούν αλλαγή ιδιοκτησίας και όχι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, τις οποίες η χώρα έχει τεράστια ανάγκη. Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι ασήμαντα, αλλά δεν θα ανατρέψουν την πραγματικότητα, εκτός αν σε συνδυασμό και με τους νέους διαρθρωτικούς πόρους οδηγηθούν σε μια στρατηγικά στοχευμένη στήριξη επενδύσεων σε υποδομές, στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και στη συγκρότηση νέων παραγωγικών πόλων (επιχειρήσεων, κλάδων, τεχνολογιών, εκπαιδευτικών διαδικασιών κ.ά.). Αυτό θα ήταν μείζων ποιοτική παρέμβαση. (…)

Μια τέταρτη επιλογή αφορά την αμυντική μας ικανότητα, που δεν είναι μόνο στρατιωτική. Οι συνθήκες ανατρέπονται ραγδαία και βλέπουμε μόνο μια αρχή τους. Αν προσβλέπουμε σε μια θετική πορεία της χώρας σε συνθήκες αβεβαιότητας, ο συνδυασμός ισχυρής παραγωγικής βάσης και στοχοπροσηλωμένης οικονομικής πολιτικής με μια κοινωνία που θα πολλαπλασιάζει αντί να διαιρεί τις δυνάμεις και την ενέργειά της και θα διαθέτει πειστική αποτρεπτική δύναμη, αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, αν όχι της επιτυχίας, τουλάχιστον της παρεμπόδισης να επαναληφθεί μια νέα κατάρρευση οικονομικής ή πολιτικής μορφής. Γιατί αν ξαναφτάσουμε εκεί, ο συνδυασμός απορίας (πώς φτάσαμε εδώ;) και οργής θα φαντάζει κωμικός.

Συχνά η έμφαση στα αδύναμα σημεία μας, αντί να εκλαμβάνεται ως κρίσιμο ερώτημα για το πώς μετά τις απογοητεύσεις μιας δεκαετίας θα επιτύχουμε το καλύτερο, κρίνεται με ψυχολογικούς όρους – αν εκφράζει αισιοδοξία ή απαισιοδοξία. Αυτό που έχει σημασία είναι αν μια ανάλυση είναι πραγματιστική και ορθολογική ή όχι. Αισιόδοξες αλλά μη πραγματιστικές είναι εξίσου επικίνδυνες με απαισιόδοξες, μη πραγματιστικές, θεωρήσεις. Δεκαπέντε χρόνια πληρώνουμε ακριβά –ιδίως οι πιο αδύναμες κατηγορίες και ως χώρα– τις ψυχολογικές ακροβασίες μας. Καθώς η πραγματικότητα, εσωτερικώς και διεθνώς, δείχνει ότι ο πραγματισμός δεν είναι το ισχυρό χαρτί, μια πέμπτη επιλογή θα ήταν να δούμε με ποιον τρόπο μπορούμε να βελτιώσουμε τον συσχετισμό ορθολογισμού – ανορθολογισμού στα δικά μας. Το διακύβευμα είναι ιστορικά υψηλό για να το παρακάμψουμε ή να το απαντήσουν οι οπαδοί του ανορθόλογου – αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι».

* Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός.

Πηγή: kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου