31 Δεκεμβρίου 2017

Οι φωτογράφοι του Reuters επιλέγουν τις καλύτερες φωτογραφίες του 2017

Οι φωτογράφοι του Reuters ήταν παρόντες στα μεγαλύτερα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 2017 και παρουσιάζουν μία συλλογή με τις καλύτερες φωτογραφίες που τράβηξαν μέσα στο έτος. Είναι η ευκαιρία τους να αφηγηθούν την ιστορία που κρύβει κάθε φωτογραφία αλλά και τη δική τους για το πώς τις τράβηξαν. Μέσα από αυτές, όμως, θέτουν και το ερώτημα κατά πόσο σε στιγμές κρίσης, θα πρέπει να κάνουν την δουλειά τους και να απαθανατίζουν την στιγμή ή θα πρέπει να σπεύδουν για βοήθεια. 

Ένα απόσπασμα (με 4 περιπτώσεις), από σχετικό δημοσίευμα στην Καθημερινή (με 15 περιπτώσεις), στη συνέχεια: 

Toby Melville: «Περπατούσα στο νοτιοανατολικό άκρο της Γέφυρας του Γουέστμινστερ, τραβώντας φωτογραφίες για το Brexit. Είδα με την άκρη του ματιού μου, μία μεγάλη σκοτεινή φιγούρα περίπου 3-5 μέτρα να πέφτει πάνω στο στηθαίο και να χτυπά στο έδαφος περίπου δέκα μέτρα πιο κάτω. Κάλεσα αμέσως ασθενοφόρο και έτρεξα μέχρι το κοντινότερο νοσοκομείο του St Thomas’s για βοήθεια.

Αρχικά νόμιζα ότι ήταν ένα τρομερό αλλά ωστόσο μεμονωμένο ατύχημα. Όμως ενώ μιλούσα στο τηλέφωνο, είδα μερικούς ακόμη ανθρώπους να κείτονται στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στα συντρίμμια, καλυμμένοι στο αίμα και έχοντας χάσει τις αισθήσεις τους. Υπήρχαν κι άλλοι διασκορπισμένοι κατά μήκος της γέφυρας και του πεζοδρομίου, τραυματισμένοι σε διαφορετικά σημεία. Συνειδητοποίησα ότι δεν επρόκειτο για ατύχημα, αλλά για κάτι προμελετημένο. Όταν έφτασαν οι διασώστες στο σημείο, άρχισα κι εγώ να τραβάω φωτογραφίες.

Δεν γνώριζα αν υπήρχε ακόμα κίνδυνος. Δεν γνώριζα ότι ένα αυτοκίνητο είχε χτυπήσει σκόπιμα αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είχα ακούσει τις κραυγές, τον έντονο θόρυβο του κινητήρα ή τους πυροβολισμούς της αστυνομίας που άνοιξε πυρ κατά του δράστη της επίθεσης, Khalid Masood και τον σκότωσε. Νόμιζα ότι κάποιος τους πυροβόλησε και ο δράστης κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος. Όταν έφτασε η αστυνομία άρχισα να αρχειοθετώ τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει και έστειλα τις περισσότερες λήψεις στο γραφείο για να τις επεξεργαστεί και να επιλέξει. Εκεί, αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να τις δημοσιεύσω, καθώς επρόκειτο για σκληρές εικόνες.

Μια εβδομάδα μετά, ξαναπήγα στην γέφυρα και κατά κάποιον τρόπο όλα ήταν πάλι φυσιολογικά. Όμως η εικόνα του πρώτου θύματος να σωριάζεται και ο ήχος που έκανε, καθώς χτύπησε το πεζοδρόμιο, εξακολουθεί να γυρνάει στο μυαλό μου. Υπενθύμισα, όμως, στον εαυτό μου ότι ήμουν τυχερός, καθώς μόλις ένα λεπτό πριν την επίθεση περπατούσα σε αυτή την γέφυρα, ενώ άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί». 

Darrin Zammit Lupi: «Πέρασα πέντε εβδομάδες μαζί με την ομάδα της ΜΚΟ "Migrant Offshore Aid Station" (MOAS) στο πλοίο τους, Φοίνιξ, καλύπτοντας την έρευνα και τις επιχειρήσεις διάσωσης μεταναστών στην Μεσόγειο. Τις πρώτες μέρες του Πάσχα, 15 ναυτικά μίλια από την ακτή της Λιβύης, ήμουν σε μία από τις λέμβους του MOAS με το πλήρωμα να μοιράζει σωσίβια σε μία ομάδα 143 μεταναστών που βρίσκονταν σε βάρκα με σημαντικές φθορές, πριν τους μεταφέρουμε στο Φοίνιξ.

Κρατούσα την κάμερα στο ύψος των ματιών μου για να τραβήξω κάποιες λήψεις υπό γωνία, όταν ξαφνικά, ένας μετανάστης που καθόταν στην άκρη της βάρκας έχασε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα να χάσουν την ισορροπία τους μερικοί από τους υπόλοιπους και να πέσουν στην θάλασσα.

Με το ένα χέρι ανέβαζα τον κόσμο και με το άλλο φωτογράφιζα. Λίγα μέτρα μακριά, παρατήρησα έναν άντρα που πάλευε να σωθεί, απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος μας. Φώναξα ώστε να ειδοποιήσω εγκαίρως τον κολυμβητή της ομάδας, οποίος αμέσως, βούτηξε στη θάλασσα και έσωσε τον άντρα που πνιγόταν. Επικρατούσε χάος. Απαθανάτισα όλη την αλληλουχία των γεγονότων, τραβώντας συνεχώς φωτογραφίες, καθώς οι διασώστες βοηθούσαν τους μετανάστες να ανέβουν στο πλοίο.

Μετά από αυτό το περιστατικό σκεφτόμουν συνέχεια μήπως δεν έκανα καλά. Μήπως έπρεπε να είχα αφήσει στην άκρη την μηχανή μου και να βοηθούσα, όπως μπορούσα. Το συζήτησα με τους διασώστες το βράδυ, οι οποίοι θεώρησαν ότι έκανα το σωστό. Η δουλειά τους ήταν να σώσουν ζωές, ενώ η δική μου να καταγράφω την σκληρή πραγματικότητα. Ευτυχώς, εκείνη την ημέρα, επέζησαν όλοι». 

Goran Tomasevic: «Ένας πατέρας κρατώντας στην αγκαλιά του την κόρη του και ουρλιάζοντας από τρόμο, τρέχουν μέσα στα συντρίμμια της πόλης Wadi Hajar της Μοσούλης, που μετατράπηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου σε πεδίο μάχης μεταξύ των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και των ειδικών δυνάμεων του Ιράκ. 

Όπως και οι γείτονες του, άλλοι με πλαστικά παπούτσια και άλλοι ξυπόλητοι, τρέχουν να σωθούν από τους πυροβολισμούς, καθώς οι στρατιωτικοί πλησιάζουν. Όταν έφτασαν οι ειδικές δυνάμεις, διέταξαν τους άντρες να σηκώσουν τις μπλούζες τους για να αποδείξουν ότι δεν ήταν βομβιστές αυτοκτονίας, ενώ κάποιοι αναγκάστηκαν να βγάλουν τα ρούχα τους και να δείξουν τις ζώνες τους, αλλά όχι και όσοι κουβαλούσαν παιδιά. Ο πατέρας ήταν τόσο πανικοβλημένος. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν ανήκε στο ΙΚ, καθώς φόραγε ένα κοντό μπλουζάκι και κράταγε το παιδί στην αγκαλιά του
»

Hannah McKay: «Στεκόμασταν εκεί, κοιτάζοντας τους ορυζώνες και τα λιβάδια. Υπήρχε παντού νερό και ένα στενό μονοπάτι που οδηγούσε στα σύνορα με τη Μιανμάρ. Ήταν ήδη 4 το απόγευμα, είχαμε μόνο δύο ώρες φως ακόμη και από μακριά μπορούσαμε να διακρίνουμε μια τεράστια ομάδα ανθρώπων. Στέκονταν, όμως, ακίνητοι κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε εμείς προς το μέρος τους. 

Μας πήρε περίπου μια ώρα να περάσουμε αυτό το λασπωμένο μονοπάτι, συναντώντας κάθε τόσο συνοριοφύλακες και προσπαθώντας να τους πείσουμε να μας αφήσουν να περάσουμε. Χιλιάδες πρόσφυγες ήταν καθισμένοι εκεί και δίπλα τους ακόμα περισσότεροι συνοριοφύλακες από το Μπαγκλαντές που μας φώναζαν να γυρίσουμε πίσω. Όμως, κάτι συνέβαινε πίσω από το πλήθος. Περιμέναμε λίγη ώρα και κατόπιν πλησιάσαμε. Το πλήθος καθόταν στην όχθη του ποταμού και πίσω τους στα τρία μέτρα, υπήρχαν εκατοντάδες πρόσφυγες που διέσχιζαν το ποτάμι κάθε λεπτό. Η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. Όλο και περισσότεροι άνθρωπο κατέφθαναν, άτομα αγκαλιά με μωρά, ηλικιωμένοι που τους συνόδευαν για να περάσουν από το νερό και την λάσπη.

Καθώς φωτογραφίζαμε τον καθένα που έφτανε, εμφανίστηκε μπροστά μας αυτή η γυναίκα. Ήταν τόσο εξαντλημένη που δεν μπορούσε να σηκωθεί και να ανέβει στο δρόμο. Δύο πρόσφυγες προσπαθούσαν να την σπρώξουν και με την δική μας ακόμη βοήθεια, τελικά τα κατάφερε. Κυριολεκτικά την σύραμε, δεν είχα όμως ιδέα τι της είχε συμβεί.

Σε τέτοιες στιγμές, προσπαθείς να κάνεις την δουλειά σου με μία φωτογραφική μηχανή στο χέρι, αλλά πάντα η καρδιά σου υπερισχύει στο τέλος».

Πηγή: kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου