29 Οκτωβρίου 2021

Fake news: Αυστηροποίηση των ποινών για τη διασπορά τους

Διασφαλίζει την υπεύθυνη πληροφόρηση των πολιτών ή περιορίζει την ελευθερία του λόγου και την απρόσκοπτη κυκλοφορία των απόψεων στο Διαδίκτυο; Αποσκοπεί στο να μειώσει τους υπαρκτούς κινδύνους από την ανεξέλεγκτη διασπορά ψευδών ειδήσεων ή υποκρύπτει άλλες σκοπιμότητες; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα της ευρείας συζήτησης που έχει προκαλέσει η νέα διατύπωση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, που αφορά την επιβολή ποινών για διασπορά fake news. Το άρθρο περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» και προβλέπει:

1. Οποιος δημόσια ή μέσω του Διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του Τύπου ή μέσω Διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων.

2. Οποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».

Η προηγούμενη διατύπωση, που είχε προωθήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ισχύει ακόμη, έχει ως εξής:

1. Οποιος δημόσια ή μέσω του Διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.

2. Οποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας».

Η «Καθημερινή», θέλοντας να συμβάλει (όπως η ίδια αναφέρει) στον διάλογο για το θέμα, φιλοξενεί τις απόψεις των Πάνου Αλεξανδρή, γ.γ. του υπουργείου Δικαιοσύνης, Κώστα Καραγκούνη, βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας της Ν.Δ., Θεόφιλου Ξανθόπουλου, βουλευτή Δράμας του ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξανδρου Σκούρα, προέδρου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.

Παραθέτουμε στη συνέχεια μόνο την τελευταία άποψη:

Η ελευθερία του λόγου
Του Αλέξανδρου Σκούρα

Ο Ποινικός Κώδικας είναι ένα από τα σημαντικότερα θεμέλια του κράτους δικαίου, καθώς ιδανικά ορίζει με σαφήνεια τις τιμωρούμενες από τον νόμο συμπεριφορές και τις συνδέει με συγκεκριμένες ποινές, με στόχο την αποτελεσματική κατοχύρωση των συνταγματικών μας δικαιωμάτων έναντι τρίτων και την εμπέδωση της ασφάλειας του δικαίου – της κατά το δυνατό βεβαιότητας ότι δεν υπάρχουν ανοιχτά παράθυρα για καταχρήσεις και αυθαιρεσίες στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των νόμων.

Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 191 του νέου Ποινικού Κώδικα έχει αρκετά μάλλον προβληματικά σημεία. Υπενθυμίζω τη διατύπωσή του:
«Διασπορά ψευδών ειδήσεων
1. Οποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. […]
2. Οποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».

Σε σχέση με το ήδη ισχύον ανάλογο άρθρο, με τις νέες προβλέψεις αυστηροποιούνται οι ποινές –με τη δυνατότητα πλέον και φυλάκισης των υπαιτίων–, προστίθεται το πεδίο της δημόσιας υγείας και μετατρέπεται η διασπορά ψευδών ειδήσεων από έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης σε έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης. Αυτό επί της ουσίας σημαίνει ότι ο νόμος παύει να απαιτεί την πρόκληση φόβου ή ανησυχίας στους πολίτες και αρκείται στην πιθανότητα να προκληθούν αυτά τα συναισθήματα από τη διάδοση μιας ψευδούς είδησης. Και είναι πιστεύω κατανοητό σε όλους πόσο υποκειμενική, και γι’ αυτό ασαφής και επικίνδυνη για την ασφάλεια του δικαίου και την ελευθερία του λόγου, είναι η κρίση για το αν κάτι μπορεί δυνητικά να προκαλέσει ή όχι φόβο ή ανησυχία.

Προφανώς δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να οδηγηθούμε αμέσως και αναπόδραστα σε καταχρηστικές διώξεις. Ομως η διατύπωση του άρθρου αφήνει ένα αχρείαστα μεγάλο περιθώριο διακριτικής ερμηνείας και επιλεκτικής εφαρμογής του νόμου.

Είναι απολύτως ορατό το ενδεχόμενο κάποιοι να εκμεταλλευτούν τις προβλέψεις του άρθρου για να φιμώσουν δυσάρεστες στους ίδιους φωνές, δυνατότητα που θα μας κάνει όλους να φοβόμαστε να γράψουμε ελεύθερα τις απόψεις μας, αλλά και να φιλοξενούμε στις ιστοσελίδες μας απόψεις τρίτων.

Και βεβαίως, ιδιαίτερα προβληματική είναι και η δυνατότητα δίωξης των ιδιοκτητών ιστοσελίδων και άλλων ηλεκτρονικών, μη παραδοσιακών μέσων. Πρέπει επιτέλους να γίνει μια σαφής διάκριση ως προς το πού ακριβώς ισχύει η ευθύνη του εκδοτικού ελέγχου – ιδανικά μόνο στο περιεχόμενο που παρουσιάζεται από το ίδιο το μέσο και όχι στα σχόλια τρίτων. Διαφορετικά, θα φτάσουμε στο σημείο μόνο τα πολύ μεγάλα μέσα, που έχουν τη δυνατότητα διαρκούς ελέγχου, να επιτρέπουν σχολιασμό τρίτων χρηστών στο περιεχόμενό τους, γεγονός που θα αποτελέσει ένα σοβαρό πλήγμα και στην ποιότητα του δημόσιου διαλόγου και στη δυνατότητα επιχειρηματικής βιωσιμότητας των μικρότερων μέσων και ιστοσελίδων.

Είναι αλήθεια πως ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον αντίστοιχο των ΗΠΑ, όπου η νομοθετική προστασία της ελευθερίας του λόγου είναι σχεδόν απόλυτη, προβλέπει ισχυρότερους περιορισμούς τέτοιου είδους. Εφόσον όμως ο νομοθέτης ήθελε στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης να αντιμετωπίσει τις ιδιαίτερες ανάγκες που προέκυψαν με την πανδημία, θα μπορούσε απλώς να προσθέσει το πεδίο της δημόσιας υγείας στο ήδη ισχύον άρθρο του Ποινικού Κώδικα – χωρίς αυστηροποιήσεις ποινών, που κατά κανόνα αποτελούν τεκμήριο αποτυχίας εφαρμογής του νόμου, και κυρίως χωρίς αχρείαστη αύξηση της ασάφειας ως προς την εφαρμογή των διατάξεών του.

Μην ανοίγουμε συνεπώς παράθυρα στην υπονόμευση της ασφάλειας του δικαίου και της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Τα fake news είναι μια υπαρκτή απειλή. Στην προσπάθειά μας όμως να την αντιμετωπίσουμε, μην προσθέσουμε ακόμη μία.

Πηγή: kathimerini.gr

-Advertisement-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου